ἀσύντακτος

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύντακτος Medium diacritics: ἀσύντακτος Low diacritics: ασύντακτος Capitals: ΑΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: asýntaktos Transliteration B: asyntaktos Transliteration C: asyntaktos Beta Code: a)su/ntaktos

English (LSJ)

Att. ἀξ-, ον,

   A disorganized, X.Cyr.8.1.45; of soldiers, not in battle-order, opp. συντεταγμένοι, X.HG7.1.16, J. BJ1.13.3, al.: c. dat., not ranked on an equality with... Syrian.in Metaph.11.29.    2 undisciplined, disorderly, X.Cyr.7.5.21, D.13.15; στρατός Ph.2.120; πόλις Aen.Tact.3.1; ἀξ. ἀναρχία Th.6.72; ἡ πρόνοια τυφλόν τι κἀσύντακτον Nicostr.Com.19.5. Adv. -τως Plu. Nic.3.    3 loosely put together, ill-proportioned, σῶμα X.Cyn.3.3.    4 ungrammatical, irregular, Choerob. in Theod.2p.18H.; τὸ ἀ., a figure of speech, Ps.-Plu.Vit.Hom.41:—but of books, not comprehended in a list, D.L.9.47.    5 not in the same order or class, Dam.Pr.2.    6 Adv. -τως without previous intimation or arrangement, UPZ61 (ii B. C.).    II Act., not having composed a speech, without premeditation, unprepared, Plu.2.6d.

German (Pape)

[Seite 381] 1) ungeordnet, noch nicht an seinen Platz gestellt, πράγματα (ἕως ἂν χώραν λάβῃ) Xen. Cyr. 4, 5, 37; bes. von Soldaten, 8, 1, 55, den ἀθρόοι entgegengesetzt; Hell. 7, 1, 5 den συντεταγμένοι; ἀναρχία Thuc. 6, 72; vgl. Dem. 13, 15; Sp., bes. Plut., unvorbereitet, de ed. lib. 9 M; adv., außer Reih u. Glied, Nic. 3. – 2) ohne Ebenmaaß, Xen. Cyn. 3, 3. – 3) ohne öffentliche Kosten, Abgaben, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύντακτος: παλ. Ἀττ. ἀξύντακτος, ον, ἐπὶ στρατιωτῶν, μὴ συντεταγμένος πρὸς μάχην, ἐνταῦθα οἱ Θηβαῖοι προσπεσόντες ἔπαιον παρεσκευασμένοι ἀπαρασκεύους καὶ συντεταγμένοι ἀσυντάκτους Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 16· μετὰ δοτ., ὁ μὴ ἰσοβάθμιός τινι, περὶ δὲ τοῦ ἁγίου πνεύματος φανερᾷ χρῆται τῇ βλασφημίᾳ λέγων ἀσύντακτον εἶναι πατρὶ καὶ υἱῷ, ἀμφοτέροις δὲ ὑποτεταγμένον Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 324C. 2) ὀ ἐν ἀταξίᾳ εὐρισκόμενος, πολλοὶ δ’ αὐτῶν μεθύουσι, πάντες δὲ ἀσύντακτοί εἰσιν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 21· ἄκοσμος, ἀκατάστατος, τῶν πολλῶν τὴν ἀξύντακτον ἀναρχίαν, τὴν ἄνευ πειθαρχίας, Θουκ. 6. 72· ἡ πρόνοια τυφλόν τι κἀσύντακτον, ἄστοχον, Νικόστρ. παρ’ Ἀθην. 693Α: ― Ἐπίρρ. -τως Πλουτ. Νικ. 3. 3) ἐπὶ ὑποτεταγμένων διαφόρων ἐθνῶν μὴ ὁμοφρονοῦντων, ἀλλὰ διῃρημένων μεταξύ των, καὶ ἀσυντάκτους ὄντας ἑώρα Ξεν. Κύρ. 8. 1, 45. 4) ἀσύμμετρος, δυσανάλογος, σῶμα ὁ αὐτ. Κυν. 3. 3. 5) ἀνώμαλος, ἀσύμφωνος τοῖς γραμματικοῖς κανόσι, Χοιροβ. 2. 486: ― ἀλλ’ ἐπὶ βιβλίων, ὁ μὴ περιεχόμενος ἐν καταλόγῳ, Διογ. Λ. 9. 46. 6) μὴ τεθειμένος ἐν τῷ φορολογικῷ καταλόγῳ, ἀπηλλαγμένος δημοσίων ὑποχρεώσεων, Δημ. 170, 19. ΙΙ. ἐνεργ. ἀπαράσκευος, ὅπως ἀγορεύσῃ, ὁ Περικλῆς καλούμενος ὑπὸ τοῦ δήμου πολλάκις οὐχ ὑπήκουσε, λέγων ἀσύντακτος εἶναι Πλούτ. 2. 6D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non rangé ensemble, non en ordre de bataille;
2 désordonné, indiscipliné;
3 non réuni, non préparé.
Étymologie: ἀ, συντάσσω.