ἄμικτος
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ον,
A unmingled, that will not mingle, Emp.35.8; ἄ. βοή cries that will not blend or harmonize, A.Ag.321; ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Babr.98.19. Adv. -τως, Sup.-τότατα Pl.Phlb.59c. II unmixed, pure, βίος, ἡδονή, ib.50e, 61b:—ἀ. τινι unmixed with a thing, Id.Plt.310d; ἄμικτα κατὰ στίχον, of poems, uniform in metre e.g. of the Epic hexameter, Heph.Poëm.2. III of persons, not mingling with others, unsociable, savage, of Centaursand Cyclopes, S.Tr.1095, E.Cyc.429; δράκαινα Anaxil.223; τὸ ἄ., = ἀμιξία 11, Hp. Aër.23; ἄ. πατήρ morose, E.Fr.500; φίλοις ἄ. καὶ πάσῃ πόλει ib.425; of laws and customs, ἄ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις Th.1.77; πρὸς ἀλλήλω Pl. Sph.254d; ἄ. τινα ἑαυτοῖς καταστῆσαι refuse to admit him to their society, D.25.63. b not mixing the breed, Pl.Plt.276a; ἄ. θυραίω ἀνδρός not having intercourse with... Phint. ap. Stob.4.23.61. 2 of places, uncivilized, ἄ. αἶα inhospitable land, E.IT402; τόπος Isoc. 9.67. (Better written ἄμεικτος.)
German (Pape)
[Seite 124] 1) nicht zu vermischen, βοή Aesch. Ag. 312, verworrenes Geschrei; dah. nugesellig, wild, θηρῶν στρατός, von den Centauren, Soph. Trach. 1085; Kykuus, Eur. Herc. Fur. 393; ἀνήρ Cycl. 428; αἶα, unwirthlich, nicht mit Anderen verkehrend, wie τόπος ἄμ. καὶ ἐξηγριωμένος Isocr. 9, 67; so ἄμ. καὶ ἄγριος Luc. V. H. 1, 35; θηρίον ἄμ., mit dem man nicht umgehen darf, Dem. 25, 58, vgl. 52; δράκαινα ἄμ. Anaxil. bei Ath. XIII, 558 a; unvereinbar, Plat., προς ἄλληλα Soph. 254 d; ἄμικτα νόμιμα τοῖς ἄλλοις Thuc. 1, 77. – 2) unvermischt, rein, βίος, ἡδονή, Plat. Phil. 61 b; τινί, 60 c. Ebenso adv., ἀμικτότατα ἔχειν 59 c; sich nicht begattend, Polit. 276 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμικτος: -ον, ὁ μὴ μιγνυόμενος, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναμιχθῇ, Ἐμπεδ. 172. 321· ἄμ. βοή = κραυγαί, αἵτινες δὲν δύνανται νὰ συμμιχθῶσι καὶ ἀποτελέσωσιν ἁρμονίαν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 321· ὡς ἄμικτον ἀνθρώποις ἐρᾶν λεόντων Βαβρ. 98. 19. II. ὁ μὴ ἀναμεμιγμένος, ἀμιγής, καθαρός, ἁγνός, βίος, ἡδονὴ Πλάτ. Φίλ. 61Β, 50Ε· - ἀμ. τινι, ὁ μὴ ἀναμιχθεὶς μὲ πρᾶγμά τι, ὁ αὐτ. Πολιτ. 310D· ἄμικτα κατὰ στίχον, ἐπὶ κανονικῶν στίχων, οἷοι οἱ Ἐπικ. ἢ ἰαμβ., Ἠφαιστ. 118: - Ἐπίρρ. -τως, ὑπερθ. -τατα Πλάτ. Φίλ. 59C. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος μὲ ἄλλους, (ὅπως τὸ μιγῆναι κεῖται ἐπὶ ἐντεύξεως ἢ κοινωνίας), ἀπροσπέλαστος, ἀκοινώνητος, σκαιός, ἄγριος, περὶ τῶν Κενταύρων καὶ τῶν Κυκλώπων, Σοφ. Τρ. 1095, Εὐρ. Κύκλ. 428· δράκαινα Ἀναξίλας ἐν «Νεοτίδι» Ι. 3: τὸ ἄμικτον = ἀμιξία ΙΙ, Ἱππ. π. Ἀέρ. 294· ἄμ. πατήρ, σκυθρωπός, στρυφνός, δύσκολος, Εὐρ. Ἀποσπ. 502: - ἄμ. τινι = ὁ μὴ ἔχων σχέσιν πρὸς ἄλλους, ὁ ἀποφεύγων τὰς μετὰ τῶν ἄλλων σχέσεις, αὐτόθι 429· οὕτω καὶ ἐπὶ νόμων καὶ ἐθίμων· ἄμ. νόμιμα τοῖς ἄλλοις Θουκ. 1. 77· πρὸς ἄλληλα Πλάτ. Σοφ. 254D. β. ἄνευ συνουσίας, ἤτοι σαρκικῆς μίξεως, Πλάτ. Πολιτ. 276Α· ἀμ. θηραίω ἀνδρός, μετ’ ἀνδρὸς ξένου, Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 28. 2) ἐπὶ τόπων, ἄμ. αἶα, ἄξενος, ἀφιλόξενος γῆ, Εὐρ. Ι. Τ. 402· ἄμ. τόπος Ἰσοκρ. 202C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non mélangé, pur;
2 qui ne se mêle pas avec ; insociable, sauvage, farouche ; fig. ἄμικτος αἶα EUR terre inhospitalière ; ἄμικτος τόπος ISOCR lieu sauvage;
3 qui ne se mêle pas ou ne se confond pas avec ; ἄμικτος βοή ESCHL cri qui ne se confond pas, ne s’harmonise pas avec d’autres.
Étymologie: ἀ, μίγνυμι.