ἀνέλεγκτος
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ον,
A not cross-questioned, safe from being questioned, Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b. 2 not refuted, ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ μαντεία γένοιτο irrefutable, Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. -τως, λεγόμενον without refutation or reply, Plu.CG10. 3 of persons also, without trial, ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53.
German (Pape)
[Seite 221] unwiderleglich, μαντεία, λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ δόγμα ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλεγκτος: -ον, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεξέταστος, ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτος ἡ μαντεία γένοιτο, ἀνεξέλεγκτος, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, ἄνευ ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. ὡσαύτως, ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réfuté;
2 non convaincu (d’une faute);
3 irréfutable.
Étymologie: ἀ, ἐλέγχω.