ἀντωπός

From LSJ
Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωπός Medium diacritics: ἀντωπός Low diacritics: αντωπός Capitals: ΑΝΤΩΠΟΣ
Transliteration A: antōpós Transliteration B: antōpos Transliteration C: antopos Beta Code: a)ntwpo/s

English (LSJ)

όν, (ὤψ)

   A with the eyes front, facing, ἀντωπὰ βλέφαρα E.IA564; ἀντωπὸς βλέψαι AP12.196 (Strat.); τῆς ὄψεως ἀντωπά front parts of the face, Luc.Im.6; opposite, AP10.14 (Agath.); full in the face, βέλος APl.4.134 (Mel.); of an eagle, ἀ. ἁλίω Ecphant. ap. Stob.4.7.64.    2 like, Opp.H.5.7.

German (Pape)

[Seite 265] (ὤψ), mit entgegengekehrtem Antlitz; gerade ansehend, ἀντωπὰ βλέφαρα Eur. I. A. 584; ἀντωπὸς βλέψας Strat. 38 (XII, 196); ὅσα τῆς ὄψεως ἀντωπά, die Theile des Gesichts von vorn, Luc. Imagg. 6; übh. entgegen, θάλασσα ἀντωπὸς πρὸς βάθος εἰσάγεται Agath. 57 (X, 14); vgl. Mel. 117 (Plan. 134); dah. ἀντ. μακάρεσσι γένος, ähnlich, Opp. Hal. 5, 7. – Adv. ἀντωπόν = ἀντικρύ, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωπός: -όν, (ὤψ), ὁ ἀντιβλέπων, ὁ ἀτενίζων κατὰ πρόσωπον, ἐν ἀντωποῖς βλεφάροισιν ἔρωτα δέδωκας Εὐρ. Ι. Α. 585· τῆς ὄψεως ἀντωπά, τὰ ἔμπροσθεν μέρη τοῦ προσώπου, Λουκ. Εἰκ. 6: ἐναντίος, ἀπέναντι, ἔμπαλιν ἀντωπὸς Ἀνθ. Π. 10. 14: - ὡσαύτως, ὅμοιος, ἀντωπὸν μακάρεσσι κάμεν γένος Ὀππ. Ἁλ. 5. 7· ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀντωπός· λαμπρός, ἀντίος, τοῖς ὄμμασιν», «ἀντωπόν· ἀντόφθαλμον» ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui regarde en face ; placé en face.
Étymologie: ἀντί, ὤψ.