ἄφενος

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

σιτία εἰς ἀμίδα μὴ ἐμβάλλειν → cast not pearls before swine, do not throw pearls before swine

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφενος Medium diacritics: ἄφενος Low diacritics: άφενος Capitals: ΑΦΕΝΟΣ
Transliteration A: áphenos Transliteration B: aphenos Transliteration C: afenos Beta Code: a)/fenos

English (LSJ)

εος, τό,

   A revenue, riches, wealth, abundance, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Il.1.171, cf. 23.299, Thgn.30; μύρμηκος Crates Theb.10.7; of the wealth of the gods, Hes.Th.112: masc. acc. ἄφενον v.l. in Id.Op.24: gen. οιο Call.Jov.96, AP9.234 (Crin.); cf. ἄφνος.

German (Pape)

[Seite 408] (Ableitung unsicher, vgl. Buttmann Lexil. 1, 46), τό, reichlicher Vorrath, Reichthum; Hom. dreimal, Iliad. 1, 171 ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, ἄφενος u. πλοῦτος steht auf Homer. Art παραλλήλως, beides bedeutet dasselbe, vgl. Apoll. lex. Hom. p. 48, 30 ἄφενος πλοῦτος – ἀπὸ τούτου καὶ ἀφνειοςπλούσιος; Iliad. 23, 299 μέγα γάρ οἱ ἔδωκει Ζεὺς ἄφενος; Odyss. 14, 99 οὐδὲ ξυνεείκοσι φωτῶν ἔστ' ἄφενος τοσσοῦτον· ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω. δώδεκ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι· τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν βόσκουσι ξεῖνοί τε καὶ αὐτοῦ βώτορες ἄνδρες. ἔνθα δέ τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ἕνδεκα παντα ἐσχατιῇ βόσκοντ, ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὀρονται. – αὐτὰρ ἐγὼ σῦς τάσδε φυλάσσω τε ῥύομαί τε; – vom Reichthume der Götter, Hes. Th. 112. – Bei Hes. O. 24 ist es masc., wie Call. Iov. 96; Crinag. ep. 33 (IX, 234).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφενος: (καὶ παρὰ Πινδ. ἄφνος), τό, πρόσοδος, περιουσία, ὄλβος, ἀφθονία ἀγαθῶν, ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171, πρβλ. Ψ. 298, Θέογν. 30· ἐπὶ τοῦ πλούτου τῶν θεῶν, ὥς τ’ ἄφενος δάσσαντο καὶ ὡς τιμὰς διέλοντο Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 24, Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Δία 96, Ἀνθ. Π. 9. 234. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος ἦτο πιθανῶς ἄφνος (ὁπόθεν ἀφνειός), τὸ δὲ ε παρεισήχθη ὑπὸ τῶν Ἐπ. ποιητῶν· πρβλ. Σανσκρ. ap-nas (εἰσόδημα, περιουσία), Λατ. op-es, op-ulentus, copia, δηλ. co-op-ia). - Ἴδε καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Αʹ, σ. 66.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
richesse, biens, abondance.
Étymologie: R. Ἀπ acquérir ; cf. lat. ops.

English (Autenrieth)

neut.: large possessions, riches.