δύσκολος

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσκολος Medium diacritics: δύσκολος Low diacritics: δύσκολος Capitals: ΔΥΣΚΟΛΟΣ
Transliteration A: dýskolos Transliteration B: dyskolos Transliteration C: dyskolos Beta Code: du/skolos

English (LSJ)

ον, (κόλον):    I of persons, prop. hard to satisfy with food (cf. Ath.6.262a): but, generally, hard to please, discontented, fretful, peevish, Ar.V.942; γῆρας E.Ba.1251; δ. ψυχὴ καὶ ἀγρία Pl.Lg.649e, cf. Arist.EN1108a30, etc.; τὸ δ. Pl.Lg.791c; of animals, intractable, Id.Tht.174d (Comp.): so in Adv. δυσκόλως, ἔχειν, διακεῖσθαι πρός τινα, D.19.132, Isoc.3.33; δυσκολώτερον διακεῖσθαι Pl. Phd.84e.    II of things, troublesome, harassing, δ. ἡ ἡνιόχησις Id.Phdr.246b; πυρετοί Hp.Coac.38: generally, unpleasant, ἄν τι δ. συμβῇ D.18.189, cf. Men.89; εἴ τι δ. πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶς D. 18.176; καιροὶ δ. difficult times, IG22.682.33. Adv. -λως, ὑπακούειν Hp.Epid.3.8.    2 difficult to explain, Arist.SE180b5, Metaph.1001b1; δ. ἐστι it is difficult, Ev.Marc.10.24, cf. Onos.1.15 (Comp.); τὰ μὲν ῥάδια . . τὰ δὲ δ. Phld.Po.994.24. Adv. -λως hardly, with difficulty, Ev.Marc.10.23,al.

German (Pape)

[Seite 683] (von κόλον nach Ath. VI, 262 a, d. i. δυσάρεστος καὶ σικχός), schwer zu befriedigen, unzufrieden, mürrisch; γῆρας Eur. Bacch. 1249; γερόντιον Ar. Equ. 42; καὶ χαλεπός Vesp. 942; Plat. oft auch von Sachen, schwierig, καὶ χαλεπὴ ἡνιόχησις Phaedr. 246 b; θεραπεία Theag. 121 b; πρός τι Rep. III, 407 b; Folgde, z. B. Arist. Eth. 4, 6 ὁ πᾶσι δυσχεραίνων – δύσερις καὶ δύσκολος. – Adv., δυσκόλως, z. B. ἔχειν Isocr. 4, 129; πρός τι, 3, 1; δυσκολώτερον διάκειμαι Plat. Phaedr. 84 a.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκολος: -ον, (κόλον): Ι. ὁ ἀηδῶς ἔχων περὶ πᾶσαν τροφήν, σικχὸς (πρβλ. Ἀθην. 262Α)· καθόλου, δυσκόλως εὐχαριστούμενος, δύστροπος, ἰδιότροπος, παράξενος, Εὐρ. Βάκχ. 1251, Ἀριστοφ. Σφηξ. 942, Πλάτ., κτλ· πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 6, 2· ἐπὶ ζῴων, δυσπειθής, ἀτίθασος, Πλάτ. Θεαιτ. 174D· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ. δυσκόλως ἔχειν Ἰσοκρ. 67C, Δημ. 381. 29, κτλ.· δυσκολώτερον διακεῖσθαι Πλάτ. Φαίδωνι 84Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνοχλητικῶς, καταπονῶν, δ. ἡ ἡνιόχησις ὁ αὐτ. 246Β· ἐπὶ νόσων, δύσκολοι πυρετοὶ Ἰππ. 122Η, κτλ., ἴδε Foës. Οἰκον.· καθόλου, δυσάρεστος, Δημ. 291. 21, Μένανδ. Βοιωτ. 2· τὸ δύσκολον Πλάτ. Νόμ. 791C. 2) δυσεξήγητος, δυσερμήνευτος, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 25, 3, Μεταφ. 2. 4, 30· δ. ἐστι Εὐγγ. κ. Μᾶρκ. 10. 24. - Ἐπίρρ. -λως, μετὰ δυσκολίας, αὐτόθι 10. 23 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d’humeur difficile, morose, chagrin;
2 en parl. de choses déplaisant, désagréable.
Étymologie: pê p. *δύσπολος, inabordable, de δυσ-, πέλομαι -- DELG rapprochement avec κέλομαι guère plus convainquant qu’avec πέλομαι.