χοιράς

From LSJ
Revision as of 14:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοιράς Medium diacritics: χοιράς Low diacritics: χοιράς Capitals: ΧΟΙΡΑΣ
Transliteration A: choirás Transliteration B: choiras Transliteration C: choiras Beta Code: xoira/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A like a hog or a hog's back, χ. πέτρα low rock rising just above the sea like a hog's back, Pi.P.10.52, cf. AP9.289 (Bass.)    2 Subst., χ. ἀμυδρά sunken rock, Archil.128, cf. Thgn. 576; opp. σκόπελοι ὀξέες, Hdt.2.29; ἀκταὶ . . χοιράδες τε A.Pers.421; χ. Δηλία the Delian rock, i. e. the rocky isle of Delos, Id.Eu.9; Δήλιοι χ. E.Tr.89; χ. Σηπιάς Id.Andr.1265; χοιράδες, of the Symplegades, Theoc.13.23; αἱ χ. νῆσοι, off Tarentum, Th.7.33.    II in pl., scrofulous swellings in the glands of the neck, etc., Hp.Aph.3.26, AP11.333 (Callicter), Plu.Cic.9,26.    III sow, PMag.Osl.1.107.

German (Pape)

[Seite 1362] άδος, ἡ, 1) ein mehr od. minder aus dem Meere hervorragender Fels, eine Meerklippe, Scheere, an der man leicht scheitern kann; Theogn. 576; Archil. 98; Aesch. Pers. 413; Her. 2, 29; χοιρὰς πέτρα Pind. P. 10, 52, wie Bass. 5 (IX, 289); εἰναλίη Diod. 4 (IX, 60); von den Symplegaden Theocr. 13, 24; sp. D.; bei Aesch. Eum. 9 ist χοιρὰς Δηλία der Felsenberg Kynthos auf der Insel Delos, wenn nicht die ganze klippenreiche Insel darunter zu verstehen ist; vgl. Eur. Troad. 89. – 2; die angeschwollenen und verhärteten Drüsen am Halse, scrophulae, Hippocr. aphor. 3, 26; auch der Kropf, Sp.; da diese sich besonders bei Schweinen finden, leitete man es von χοῖρος ab, die beste ältere Bdtg scheint aber mit χεράς, χέῤῥος, χέρσος zusammenzuhangen.

Greek (Liddell-Scott)

χοιράς: -άδος, ἡ, ὅμοιος πρὸς χοῖρον ἢ πρὸς τὰ νῶτα χοίρου, χ. πέτραι, χαμηλοὶ βράχοι (μόλις ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης) ὅμοιοι πρὸς τὰ νῶτα χοίρου (πρβλ. μύρμηξ ΙΙΙ, καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλίου dorsum inimane maris), Πινδ. Π. 10 81, Ἀνθ. Π. 9. 289 - ἐντεῦθενχρῆσις τοῦ χοιράς ὡς οὐσιαστ., χ. ἀμυδρά, βράχος χαμηλός, μόλις φαινόμενος, Ἀρχίλ. 54, πρβλ. Θεόγν. 576· ἀντίθετ. τῷ σκόπελοι ὀξέες, Ἡρόδ. 2. 29· ἀκταὶ .. χοιράδες τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 421· οὕτω, χ. Δηλία, ὁ Δήλιος βράχος, δηλ. ἡ βραχώδης νῆσος Δῆλος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 9· Δήλιοι χοιράδες Εὐρ. Τρῳ. 89· χ. Σηπιὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 126· χοιράδες, αἱ Συμπληγάδες, Θεόκρ. 13. 24· αἱ χοιράδες νῆσοι, ἔξωθεν τοῦ Τάραντος, Θουκ. 7. 33. ΙΙ. ἐν τῳ π ληθ., οἰδήματα τῶν ἀδένων τοῦ λαιμοῦ κλπ., χοιραδικὰ πρήσματα, Λατ. scrophulae, Ἱππ. Ἀφορ. 1248 (ἴδε Foës. Oec.), Ἀνθ. Π. 11. 333, Πλουτ. Κικ. 9 καὶ 26.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui a la forme d’un cochon, particul. d’un dos de cochon;
χοιράς écueil, récif ; d’où
1 île pierreuse et peu élevée;
2 p. anal. αἱ χοιράδες humeurs ou taches à fleur de peau, écrouelles.
Étymologie: χοῖρος.

English (Slater)

χοιρᾰς f. adj.,
   1 like a hog's back ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (i. e. a low reef) (P. 10.52)