στῦλος

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῦλος Medium diacritics: στῦλος Low diacritics: στύλος Capitals: ΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: stŷlos Transliteration B: stylos Transliteration C: stylos Beta Code: stu=los

English (LSJ)

ὁ (fem. at Epidaurus, IG42(1).102.66, al.(iv B.C.), but also masc. there, ib.109iii92 (iii B.C.)),

   A pillar ( = κίων acc. to Gal.6.544), esp. as a support or bearing, Hdt.2.169, IGll.cc.; στέγης A.Ag.898; δόμων E.IT50; σ. μονόλιθοι BGU1713 (ii/iii A.D.): metaph., σ. . . οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες E.IT57, cf. Ep.Gal.2.9, 1 Ep.Ti.3.15.    2 σ. πυρός LXX Ex.13.21, Apoc.10.1.    3 wooden pole, E.Fr.203, Plb.1.22.4; [σκηνῆς] tent-poles, uprights, opp. διατόναια, PCair.Zen. 353.9 (iii B.C.); plank, Hp.Art.47.    4 stile for writing on waxed tablets; wrongly used in this sense by Greek speakers at Alexandria and in the East acc. to Herophil. ap. Gal.Anat.Ad xiv (Arabic version, ii p.183 ed. M. Simon, Leipzig 1906); cf. στυλοειδής.

German (Pape)

[Seite 958] ὁ, wie στήλη, die Säule, der Pfeiler; ὑψηλῆς στέγης στῦλον ποδήρη, Aesch. Ag. 872; Eur. I. T. 50; στῦλοι οἴκων εἰσὶ παῖδες ἄρσενες, 57; Ep. ad. 192 (App. 220); στρογγύλος, runder Pfahl, Pol. 1, 22, 4. – Bes. der Griffel zum Schreiben u. Zeichnen. – [Die Betonung στύλος ist unrichtig, da in den griech. Dichterstellen υ lang ist, vgl. noch Leon. Tar. 64 (VII, 648) u. Paus. 5, 20, 3, obgleich das lat. stylus dagegen ist u. auf eine alte äolische Form στύλος statt στόλος hinweis't.]

Greek (Liddell-Scott)

στῦλος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει) ὡς καὶ νῦν, ἰδίως ὡς ὑποστήριγμα, Ἡρόδ. 2. 169 στέγης Αἰσχύλ. Ἀγ. 898· δόμων Εὐρ. Ι. Τ. 50· στ. οἴκων ... εἰσὶ παῖδες ἄρσενες αὐτόθι 57. 2) ἁπλῶς στῦλος χωρὶς νὰ ὑποστηρίζῃ τι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Εὐρ. Ἀποσπ. 202, Πολύβ. 1. 22, 4. ΙΙ. = τῷ Λατ. stilus (πρβλ. στυλοειδής)· ἀλλ’ ἐπειδὴ οἱ δοκιμώτατοι μεταξὺ τῶν Λατίνων γράφουσι stilus οὐχὶ stylus, ἡ δὲ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα stilus, ἐν ᾧ τὸ υ εἶναι ἀείποτε μακρὸν ἐν τῷ Ἑλλην. στῦλος (Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἐπιγραφ. παρὰ Παυσ. 5. 20, 7), εἶναι πιθανὸν ὅτι τὸ Λατ. stilus ἀνήκει μᾶλλον εἰς τὴν λέξ. στέλχος, ἥτις καὶ εἶναι μία τῶν σημασιῶν αὐτῆς. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥ, ἥτις εἶναι τροποποίησις τῆς √ΣΤΑ, ἵστημι, παράγεται καὶ τὸ στύω· πρβλ. Σανσκρ. sthû-nâ (pillar), sthû-las (stupidus))· Ζενδ. ←tu-na (pillar)· Λιθ. stu-lys (stump).)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
colonne, fig. soutien, appui.
Étymologie: R. Στα, se tenir debout ; v. ἵστημι.

English (Strong)

from stuo (to stiffen; properly akin to the base of ἵστημι); a post ("style"), i.e. (figuratively) support: pillar.