ἀνάθεμα
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
English (LSJ)
poet. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) properly,
A like ἀνάθημα, anything dedicated, Theoc.Ep.13.2, AP6.162 (Mel.), CIG2693d (Mylasa), al., Phld.Mus.p.85 K. 2 anything devoted to evil, an accursed thing, LXX Le.27.28, De.7.26, 13.17, al.; of persons. Ep.Rom.9.3, 1 Ep.Cor.12.3, etc. II curse, Tab.Defix.Aud.41 B (Megara, i/ii A. D.), cf. sq.
German (Pape)
[Seite 188] τό, p. = ἀνάθημα, bes. bei K. S., ein mit dem Fluch (Kirchenbann) beladener und zur Schande öffentlich ausgestellter Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάθεμα: ποιητ. ἄνθεμα, ατος, τό, (ἀνατίθημι) κυρίως, ὡς τὸ ἀνάθημα, πᾶν ὅ,τι προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦται, ἄνθεμα Χρυσογόνας Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13. 2, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 162, Συλλ. Ἐπιγρ. 2693d, 3971v, καὶ ἀλλ. Ἑβδ. (Λευϊτ. κζ΄, 28 Ἰησ. Ναυ. ϛ΄, 18), Πλουτ. Ι. 291Β. 2) ἐν χρήσει, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῇ σημασίᾳ πᾶν ὅ,τι εἶναι ἀποκεχωρισμένον ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἐγκαταλελειμμένον εἰς τὸ κακόν, ἐπάρατον, κατηραμένον, ἀφωρισμένον, «καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου, καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο», Ἑβδ. (Δευτ. ζ΄, 26., ιγ΄, 17, καὶ ἀλλ.)· ἐπὶ προσώπων, πρὸς Ῥωμ. θ΄, 3, Κορ. Α΄, ιβ΄, 3, «εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» = κεχωρίσθω πάντων, ἀλλότριος ἔστω πάντων, Κορ. Α΄, ιϛ΄, 22, - «εἴ τις τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν δύο λέγει εἶναι θεούς, ἀνάθεμα ἔστω» Ἀθαν. Ι, 736C. II. κατάρα, εἴδε ἀναθεματίζω Ι. 2.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
forme réc. p. ἀνάθημα;
I. 1 offrande votive;
2 ce qui est consacré (au souvenir de qqn), inscription commémorative;
3 en mauv. part malédiction, anathème;
II. objet maudit en parl. de ch. ; en parl. de pers. NT;
III. sorte de danse.
Étymologie: ἀνατίθημι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): poét. ἄνθεμα Call.Epigr.5.2, Theoc.Ep.13.2, cf. tb. ἀνάθημα
I 1ofrenda, exvoto, IG 42.121.59 (IV a.C.), IP 40 (III a.C.), Call.l.c., Theoc.l.c., Phld.Mus.p.85K., AP 6.162 (Mel.), SB 7287 (I a.C.), CIG 2693d (Milasa), SEG 26.1372 (Frigia).
2 n. de un pastel Poll.6.76, Hsch.
II 1en AT ofrenda de objetos que son anatema prohibidos para un profano, hebr. ḥerem (e.d. objetos o personas procedentes de ciudades destruidas), LXX Le.27.28, 2Ma.2.13, Za.14.11, cf. Ph.2.121
•de ahí cosa execrable o maldita, anatema de pers. Ep.Rom.9.3
•esp. en la fórmula ἀνάθεμα ἔστω sea anatema, Ep.Gal.1.8, 9.
2 voto, maldición ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν Act.Ap.23.14, cf. TDA 41B (Mégara I/II d.C. graf. ἀνεθεμα).
English (Strong)
from ἀνατίθεμαι; a (religious) ban or (concretely) excommunicated (thing or person): accused, anathema, curse, X great.