τροπή
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ἡ, (τρέπω)
A turn, turning: I τροπαὶ ἠελίοιο: a ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο apparently denotes a point on the horizon, prob. the West or place where the sum sets (so Eust.1787.20), Od.15.404. b each of two fixed points in the solar year, the solstices, first in Hes., ἠελίοιο τροπῇς at the time of the (winter) solstice, Op. 479; μετὰ τροπὰς ἠελ. ib.564,663 (with Dor. acc. pl. in -ᾰς) ; πεδὰ τὰς τροπάς Alcm.33.5:—later the two solstices were distinguished as τροπαὶ θεριναί and χειμεριναί, Hdt.2.19, Th.7.16, Pl.Lg.767c, Arist. HA542b4 sqq., Gal.6.405, etc. (rarely in sg., τροπὴ θερινή Arist.Mete. 364b2, Gem.1.13; τ. χειμερινή ib.15); τροπαὶ νότιοι Arist.HA542b11; τ. βόρειοι, νότιοι, Plu.2.601a:—when τροπαί is used alone, it mostly refers to the winter solstice, but the sense is always determined by the context, v. Hes. ll. cc.; περὶ ἡλίου τροπάς (sc. χειμερινάς) Th.8.39; εὐθὺς ἐκ τροπῶν Arist.HA542b20:—sts. also of other heavenly bodies, Pl.Ti.39d; περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς Arist.HA542b23, etc.; ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς Alex.30.5; τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων Arist.Cael.296b4; τροπαὶ ἡλίου καὶ σελήνης Epicur.Ep.2p.40U.:—sts. four in number (the two equinoxes and two solstices), S.E.M.5.11, Gal.17(1).22; so (on a sun-dial) θερινὴ τ., ἰσημερινὴ τ., χειμερινὴ τ., Ἀρχ.Δελτ. 12.236 (Samos). 2 turn, change, Arist.Pol.1316a17; πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90; τ. πρὸς τὸ βέλτιον turn for the better, Phld.Rh.2.25S.; ὀξυτέρας τρεπόμενος τ. τοῦ χαμαιλέοντος Plu.Alc.23; αἱ τοῦ κόλακος ὥσπερ πολύποδος τ. Id.2.52f; αἱ τῶ αἵματος τ. καὶ ἀλλοιώσιες Ti.Locr.102c; αἱ περὶ τὸν ἀέρα τ. changes in the air or weather, Plu.2.946f; of wine, a turning sour, ib.939f (cf. τροπίας); going bad, of food, τ. καὶ διαφθορὰ τῶν παρακειμένων Gal.19.208; of phonetic change in language, A.D. Adv.210.4, Hdn.Gr.2.932. 3 τροπαὶ λέξεως a change of speech by figures or tropes (τρόποι), Luc.Dem.Enc.6, cf. Hermog.Inv.4.10, al. 4 αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, alternating winds, Arist.Pr. 940b16, 21, Thphr.CP2.3.1, Vent.26. II the turning about of the enemy, putting to flight or routing him, τροπήν (or τροπάς) τινος ποιεῖν or ποιεῖσθαι put one to flight, Hdt.1.30, Ar.Eq.246 (troch.), Th.2.19, 6.69, etc.; οἵαν ἂν τροπὴν Εὐρυσθέως θείμην (θείην codd.) E.Heracl. 743; τροπὴ γινομένη Hdt.7.167, cf. Th.1.49,50, etc.: poet., ἐν μάχης τροπῇ A.Ag.1237; ἐν τροπῇ δορός in the rout caused by the spear, S.Aj.1275, E.Rh.82. III used by Democr. for θέσις, position, Arist.Metaph.985b17, 1042b14, cf. Plot.4.5.2, 4.5.6. IV a coin, Hsch.; cf. τροπαϊκόν.
Greek (Liddell-Scott)
τροπή: ἡ, (τρέπω) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γύρισμα»: 1) τροπαὶ ἠελίοιο, τὰ ἡλιοστάσια, δηλ. τὰ χρονικὰ σημεῖα τοῦ μέσου θέρους καὶ τοῦ μέσου χειμῶνος, Λατ. solstitium καὶ bruna, ὁπότε ὁ Ἥλιος φαίνεται ὡς μεταστρεφόμενος καὶ διατέμνων τὴν ἐκλειπτικήν. Παρ’ Ὁμ. αἱ τροπαὶ ἠελίοιο δηλοῦσι σημεῖόν τι ἐν τῷ οὐρανῷ, πιθ. πρὸς δυσμάς, ὅθι τρ. ἠ. Ὀδ. Ο. 404 (δι’ ὃ ὁ Εὐστ. ἐκλαμβάνει τὸ τροπαὶ = δύσις). Πρῶτος ὁ Ἡσ. ποιεῖται χρῆσιν τῆς φράσεως ταύτης ὅπως δηλώσῃ χρόνον, ἠελίοιο τροπῇς, κατὰ τὸν χρόνον τοῦ (χειμερινοῦ) ἡλιοστασίου, Ἔργ. κ. Ἡμ. 477· μετὰ τροπὰς ἠελ. αὐτόθι 562, 661· πεδὰ τὰς τροπὰς Ἀλκμὰν 17· - κατόπιν τὰ δύο ἡλιοστάσια διεκρίνοντο ἀπ’ ἀλλήλων ὡς τροπαὶ θεριναὶ καὶ χειμεριναί, Ἡρόδ. 2, 17, Θουκ. 7. 16, Πλάτ. Νόμ. 767C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 8 κἑξ., κλπ.. (σπανίως ἐ τῷ ἑνικ., τροπὴ θερινὴ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2, 6. 16)· τροπαὶ βόρειοι καὶ νότιοι, ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 10, Πλούτ. 2. 601Α· - ὅταν ἡ λέξις τροπαὶ κεῖται καθ’ ἑαυτήν, συνήθως ἀναφέρεται εἰς τὸ χειμερινὸν ἡλιοστάσιον, ἀλλ’ ἡ ἔννοια ἑκάστοτε ὁρίζεται ἐκ τῶν συμφραζομένων, ἴδε Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· περὶ ἡλίου τροπὰς (ἐξυπακ. χειμερινὰς) Θουκ. 8 39· οὕτω, εὐθὺς ἐκ τροπῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 1· - ἐνίοτε καὶ ἐπὶ ἄλλων οὐρανίων σωμάτων, Πλάτ. Τίμ. 39D περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπὰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, κλπ.· ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπὰς Ἄλεξις ἐν «Ἀχαιίδι» 1. 5, πρβλ. Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 14, 3. 2) μεταβολή, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 5. 12, 9· τροπὰς τραπόμενος πλείους τοῦ Εὐρίπου Αἰσχίν. 66. 27· ὀξυτέρας τρεπόμενος τρ. τοῦ χαμαιλέοντος Πλουτ. Ἀλκιβ. 23· αἱ του κόκαλος ὥσπερ πολύποδος τρ. ὁ αὐτ. 2. 52F· αἱ του αἵματος τρ. Τίμ. Λοκρ. 102C· τροπαὶ περὶ τὸν ἀέρα, μεταβολαὶ εἰς τὸν ἀέρα ἢ εἰς τὴν ἀτμοσφαιρικὴν κατάστασιν, Πλούτ. 2. 946Ε· ἐπὶ οἴνου, ἡ μετατροπὴ αὐτοῦ εἰς ὄξινον, ὁ αὐτ. 939F. πρβλ. τροπίας. 3) τροπαὶ λέξεως, μεταβολὴ λόγου διὰ σχημάτων ἢ τρόπων, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 6. 4) αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, μεταβαλλόμενοι ἄνεμοι, Ἀριστ. Προβλ. 26. 4 καὶ 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 1, πρβλ. τὸν αὐτ. π. Ἀνέμ. ΙΙ. ἡ εἰς φυγὴν τροπὴ τοῦ ἐχθροῦ, ἧττα αὐτοῦ, τροπὴν (ἢ τροπὰς) τινος ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαι, τρέπειν τινὰ εἰς φυγήν, Ἡρόδ. 1. 30, Ἀριστοφ. Ἱππ. 246, Θουκ. 2. 19., 6. 69, κλπ.· θεῖναι τροπὴν Εὐρυσθέως Εὐρ. Ἡρακλ. 743· τροπῂ γίγνεται Ἡρόδ. 7. 167, Θουκ. 1. 49, 50, κλπ· πρβλ. καταρρήγνυμι Ι. 3· - ποιητ., ἐν μάχης τροπῇ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1237· ἐν τροπῇ δορός, κατὰ τὴν ἧτταν ἣν ἐπιφέρει τὸ δόρυ, Σοφ. Αἴ. 1275, Εὐρ. Ρῆσ. 83. ΙΙΙ. ἐν χρήσει παρὰ Δημοκρ. ἀντὶ θέσις, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 4, 11., 7. 2, 2. IV. νόμισμά τι, Ἡσύχ.· οὕτω τροπαϊκόν, τό, ἥμισυ δηναρίου, Βυζ. [Παρ’ Ἡσιόδῳ ἔνθ’ ἀνωτ. ἔχομεν μετὰ τροπὰς ἠελίοιο, ἐν τέλει στίχου, ὅπου ἡ λήγουσα τῆς αἰτ. πληθ. εἶναι βραχεῖα κατὰ τὸν Δωρικὸν τρόπον.]
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
litt. le tour, d’où
I. tour, conversion, évolution :
1 en parl. du soleil révolution du soleil, solstice : περὶ ἡλίου τροπάς THC vers le solstice ; avec idée de lieu le point où le soleil disparaît chaque soir;
2 en gén. tour que prend une chose : τροπὴ μάχης ESCHL tour décisif d’un combat;
II. action de se retourner pour fuir, fuite : τροπήν τινος ποιεῖν, ποιεῖσθαι mettre qqn en fuite ; τροπὴ γίγνεται THC la fuite se produit;
III. révolution, changement : πνεῦμα τροπὰς λαμβάνει παντοδαπάς PLUT le vent change de toutes les façons ; ἡ γενομένη περὶ τὸν ἀέρα τροπή PLUT le changement survenu dans l’air, le changement de temps ; αἱ τροπαί changements de vent ; τροπαὶ οἴνων PLUT l’altération des vins qui tournent ; fig. τροπὴ γνώμης PLUT changement de sentiment, d’opinion ; τροπαὶ τῆς τύχης LUC, τροπαὶ ἀπὸ τῆς τύχης PLUT les vicissitudes du sort;
IV. t. de rhét. trope, emploi d’un mot en un sens détourné ou figuré.
Étymologie: τρέπω.
English (Autenrieth)
pl., ἠελίοιο, turning-places (cf. ‘tropics’), where the sun daily turns back his steeds, indicating the extreme west, Od. 15.404†.
English (Strong)
from an apparently primary trepo to turn; a turn ("trope"), i.e. revolution (figuratively, variation): turning.