ἐκφαντικός

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαντικός Medium diacritics: ἐκφαντικός Low diacritics: εκφαντικός Capitals: ΕΚΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphantikós Transliteration B: ekphantikos Transliteration C: ekfantikos Beta Code: e)kfantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἐκφαντορικός, Procl.

   A in Alc.Praef. (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, δηλωτικός, Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la divinidad revelador, iluminador c. gen. θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ Procl.in Alc.proem.5
crist. Λόγος τῶν τοῦ Πατρὸς θελημάτων ἐ. Cyr.Al.M.74.504C
del discurso elucidador, clarificador δι' ... ἐκφαντικωτέρων λέξεων διασαφῆσαι Dion.Ar.DN 4.11
neutr. plu. sup. como adv. ἐκφαντικώτατα δέ μοι δοκεῖ ... εἰπεῖν de un pasaje bíblico, Cyr.Al.M.73.972C.
2 adv. -ῶς como una manifestación divina ἐ. ἕκαστα καταλαμβάνειν de fenómenos luminosos en el Sinaí, Aristobul.Alex.1.17 (p.221), de la generación del Hijo en la Trinidad, ἐ., ὡς ἐν ἐκλάμψει θεοπρεπεῖ Cyr.Al.M.73.180C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκφαντικός, -ή, -όν)
Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός
«δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.)
δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών θεών
II. επίρρ. εκφαντικώς
με τρόπο αποκαλυπτικό.