ψέγω

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέγω Medium diacritics: ψέγω Low diacritics: ψέγω Capitals: ΨΕΓΩ
Transliteration A: pségō Transliteration B: psegō Transliteration C: psego Beta Code: ye/gw

English (LSJ)

(A), S.OT338, etc.: fut.

   A ψέξω Pl.Grg.518d: aor. ἔψεξα Thgn.611, S.Aj.1130, Pl.Lg.634c, etc.:—Pass., pf. ἔψεγμαι Hp. Acut.51:—blame, censure, τινα Thgn. l.c., A.Ag.186(lyr.), 1403; τι S.OC977, etc.; λόγον δοῦναι . . περὶ ὧν ψέγουσι Pl.Tht.177b; διά τι Id.Prt.346c; ἐπί τινι X.HG6.5.49: c. acc. rei, τὸ . . διδάσκειν Id.Eq. 6.5: c. dupl. acc., τίς ποτ' ἐστὶν ὅν γ' ἐγὼ ψέξαιμί τι; S.OC1172; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Pl.Phdr.243d; ταὐτὰ ψέγων καὶ ἐπαινῶν Id.Grg. 510c, cf. Lg.634c; ψ. τινὰ ὅτι... εἰ... Isoc.Ep.2.15, X.HG6.5.51; τινα c. inf., Pl.R.404d: c. acc. cogn., ψ. ψόγους Id.Grg.483c:—Pass., ἡ ἐπιείκεια οὐ ψέγεται there is no objection to it, we find no fault with it, Th.5.86; ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὄν Pl.R.358a; ψεγ[όμενα], of damaged goods, prob. in Supp.Epigr.7.417.18(Dura, iii A. D.).
ψέγω (B), in compd. ἐπιψέγω (q. v.), cf. ψέγος.

German (Pape)

[Seite 1392] (eigtl. verkleinern, vermindern, mit ψάω zusammenhangend, im wirklichen Sprachgebrauch aber immer übertr.), durch bösen Leumund, durch Vorwürfe verkleinern, herabsetzen, dah. tadeln, c. acc., Theogn. 611; Aesch. Ag. 179 Ch. 983; Soph. El. 541 O. C. 981 u. öfter, wie Eur. u. in Prosa: Thuc. 5, 86; οὐ διὰ ταῦτά σε ψέγω Plat. Prot. 346 c; ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Phaedr. 243 c; ψόγους ψέγειν Gorg. 383 b; Ggstz ἐπαινεῖν Rep. III, 400 c; Phaedr. 247 d u. öfter; Xen. und Folgende.

Greek (Liddell-Scott)

ψέγω: μελλ. ψέξω Πλάτ. Γοργ. 518D· ἀόρ. ἔψεξα Σοφ. Αἴας 1130, Πλάτ. Νόμ. 634C, κτλ. - Παθ., πρκμ. ἔψεγμαι Ἱππ. 392. 35. Ὡς καὶ νῦν, κατακρίνω, μέμφομαι, ἀντίθετον τῷ ἐπαινέω· τινὰ Θέογν. 611, Αἰσχύλ. Ἀγ. 186, 1403· τι Σοφ. Οἰδ. Κολ. 977, κτλ.· - ψ. τινὰ περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πλάτ. Θεαίτ. 177Β· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 634C διά τι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 346C· ἐπί τινι Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 49· - ὡσαύτως, μετὰ διπλῆς αἰτ., τίς ποτ’ ἐστὶν ὃν γ’ ἐγὼ ψέξαιμί τι ; Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1172· ἃ ψέγομεν τὸν Ἔρωτα Πλάτ. Φαῖδρ. 243C, πρβλ. Γοργ. 5?0C, Ξεν. Ἱππ. 6, 5· - ψ. τινὰ ὅτι .., εἰ .., Ἰσοκρ. 409D, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 51· τινά, μετ’ ἀπαρ., 404D· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ψ. ψόγους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 483Β. - Παθητ., ἡ ἐπιείκια οὐ ψέγεται, δὲν κατακρίνεται, Θουκ. 5. 86· ψέγεται ὡς τοιοῦτον ὂν Πλάτ. Πολ. 538Α.

French (Bailly abrégé)

f. ψέξω, ao. ἔψεξα, pf. inus. ; pf. Pass. ἔψεγμαι;
blâmer : τινά, qqn ; τι, qch ; τινα ἐπί τινι, blâmer qqn de qch ; τινί τι, reprocher qch à qqn ; ψ. τινά τι, m. sign.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός του ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με του συνωνύμου του μέμφομαι και του ουσ. όνειδος, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ψήω / ψάω / ψῆν, πιθανότατα μέσω του επιφωνήματος ψό (πρβλ. ψόφος)].