καλάμιον

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάμιον Medium diacritics: καλάμιον Low diacritics: καλάμιον Capitals: ΚΑΛΑΜΙΟΝ
Transliteration A: kalámion Transliteration B: kalamion Transliteration C: kalamion Beta Code: kala/mion

English (LSJ)

τό, Dim. of καλάμη, Hsch. (pl.).    II of κάλαμος:    1 = sq. 1, POxy.1631.14 (iii A.D.): without diminutive sense, κ. μεγάλα ib.1742.4 (iv A.D.).    2 = κάλαμος 11.8, Eust.1181.53.    3 καλάμια τῶν ὑποδέσεων, = ἀναγωγεῖς, Id.995.30: sg., Sch.Ar.Pl.784.    4 splint, Paul.Aeg.6.8.

German (Pape)

[Seite 1307] τό, dim. von κάλαμος, Sp. – Nach Schol. Ar. Plut. 784 auch = ἀντικνήμιον.

Greek Monolingual

καλάμιον, τὸ (Α) κάλαμος
1. (υποκορ. του κάλαμος) μικρό καλάμι, καλαμάκι
2. εργαλείο για τη διακόσμηση τών μαλλιών
3. το πρόσθιο οστό της κνήμης, αλλ. αντικνήμιον, αντικνήμι
4. σχίζα, απόσχισμα ξύλου, αγκίδα
5. (στο Βυζάντιο, κατά τον 4ο αιώνα) ένα σύμβολο με το οποίο έπαιρναν σιτηρέσιο
6. στον πληθ. τὰ καλάμια
τα λουριά με τα οποία έδεναν στα πόδια τα σανδάλια.