μελαγχίτων
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
[ῐ] ωνος, ὁ, ἡ,
A with black raiment: hence, metaph., darksome, gloomy, φρήν A.Pers.115 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 118] ωνος, mit schwarzem Unterkleide, schwarz gekleidet u. übertr. traurig, φρήν, Aesch. Pers. 114.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανα χιτῶνα, μέλαν ἔνδυμα, Αἰσχύλ. Χο. 9· ― μεταφ., σκοτεινός, κατηφής, φρὴν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 114· πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν φρένες ἀμφιμέλαιναι.
French (Bailly abrégé)
ωνος;
vêtu de noir, en vêtement de deuil ; fig. sombre, triste.
Étymologie: μέλας, χιτών.
Greek Monolingual
μελαγχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α, Μ μελαχίτων)
βλ. μελανοχίτωνας.