αναχωρώ
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
(AM ἀναχωρῶ, έω)
απομακρύνομαι, φεύγω από κάπου για να πάω σε άλλον τόπο, αποχωρώ από κάπου για να μεταβώ αλλού, ξεκινώ
μσν.
παραμερίζω, αφήνω σε κάποιον το προβάδισμα
αρχ.-μσν.
1. αποχωρώ, αποσύρομαι
2. απομακρύνομαι από την κοινωνική ζωή για να ζήσω ως ερημίτης
αρχ.
1. πηγαίνω πίσω, επιστρέφω
2. οπισθοχωρώ, υποχωρώ σε μάχη
3. πηγαίνω εκεί που ανήκω, επανέρχομαι στον νόμιμο κτήτορα
4. απέχω, παραιτούμαι από κάτι.