εκτρέχω

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

(AM ἐκτρέχω)
τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο
μσν.
1. διατρέχω
2. αναζητώ, επιδιώκω
3. ορμώ, εξορμώ
4. περιέρχομαι
αρχ.
1. φεύγω τρέχοντας
2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι
3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω
4. (για θυμό) εκνευρίζομαι υπερβολικά, ξεπερνώ τα όρια, γίνομαι έξω φρενών
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ
6. απομακρύνομαι
7. (με γεν.) ξεφεύγω τη λαβή κάποιου
8. (για χρόνο) περνώ, εκπνέω
9. προσφεύγω
10. αποβαίνω
11. συνεχίζω
12. κατακλύζω, κάνω επιδρομή
13. προέρχομαι.