καθεξῆς

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθεξῆς Medium diacritics: καθεξῆς Low diacritics: καθεξής Capitals: ΚΑΘΕΞΗΣ
Transliteration A: kathexē̂s Transliteration B: kathexēs Transliteration C: katheksis Beta Code: kaqech=s

English (LSJ)

Adv., = the more usu. ἐφεξῆς, Ev.Luc.1.3, Plu.2.615c, Ael.VH8.7, IGRom.4.1432.9 (Smyrna); poet.

   A κατά θ' ἑξείης Opp. C.3.59.

German (Pape)

[Seite 1283] = ἐφεξῆς; Ael. V. H. 8, 7; Plut. Symp. 1, 1 E.

Greek (Liddell-Scott)

καθεξῆς: Ἐπίρρ.= τῷ συνηθεστέρῳ ἐφεξῆς, Πλούτ. 2.615Β, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 3208. 9· ποιητ., κατάθ’ ἐξείης Ὀππ. Κυν. 3. 59.

French (Bailly abrégé)

adv.
de suite ; ensuite.
Étymologie: κατά, ἑξῆς.

English (Strong)

from κατά and ἑξῆς; thereafter, i.e. consecutively; as a noun (by ellipsis of noun) a subsequent person or time: after(-ward), by (in) order.

English (Thayer)

(κατά and ἑξῆς, which see), adverb, one after another, successively, in order: τῶν καθεξῆς those that follow after, Winer's Grammar, 633 (588)); ἐν τῷ καθεξῆς namely, χρόνῳ (R. V. soon afterward), Aelian v. h. 8,7; Plutarch, symp. 1,1, 5; in earlier Greek ἑξῆς and ἐφεξῆς are more usual.)

Greek Monolingual

(AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ' ἑξείης, με τμήση)
στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής
νεοελλ.
1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξήςκαθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι»)
2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.)
και τα λοιπά, ομοίως
(νεοελλ.-μσν.). με τον ίδιο ή με τον ίδιο περίπου τρόπο, ομοιοτρόπως «καὶ καθεξῆς τοὺς ἅπαντας ὁμοίως παραγγέλλει», Πρόδρ.)
αρχ.
κατ' ακολουθίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἑξῆς].