μάλθα

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλθᾰ Medium diacritics: μάλθα Low diacritics: μάλθα Capitals: ΜΑΛΘΑ
Transliteration A: máltha Transliteration B: maltha Transliteration C: maltha Beta Code: ma/lqa

English (LSJ)

(Ar.Fr.157) or μάλθη (Cratin.204), ἡ,

   A mixture of wax and pitch (cf. Fest.p.119 L.) for caulking ships, μάλθῃ τὴν τρόπιν παραχρίσας Hippon.50; for laying over writing-tablets, τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον Ar.l.c.; ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία D.46.11; μάλθης ἄναγνα σώματ' ἐκμεμαγμένα fashioned of wax (and melting with terror), S.Ichn.140.    II a great fish, Ael.NA9.49, Opp. H.1.371; = πρῆστις, Suid.    III also expld. by μαλακία καὶ τρυφ[ερ]ή, and ῥύπος ξηρός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 90] ἡ, auch μάλθη, vgl. Lob. Phryn. 438, Wachs mit Pech vermischt, womit man z. B. den Schiffskiel überzog, um ihn wasserdicht zu machen, s. Harpocr.; welches Wachs, κηρὸς μεμαλαγμένος, VLL., B. A. 278 ist hinzugefügt ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον, ᾡ τὰ γραμματεῖα πράττεται; bes. also von dem Wachs der Schreibtafeln, ἐν μάλθῃ γεγραμμένην τὴν μαρτυρίαν, Dem. 46, 11, wo bemerkt wird, daß man darin leichter als bei einer andern Schrift, ἐν λευκώματι, Etwas ändern könne. – Auch ein großes, weiches Seethier, Ael. H. A. 9, 49; μάλθη θ' ἡ μαλακῇσιν ἐπώνυμος ἀδρανίῃσιν, Opp. Hal. 1, 371.

Greek (Liddell-Scott)

μάλθᾰ: ἢ μάλθη (Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 24), ἡ, μῖγμά τι κηροῦ καὶ πίσσης πρὸς ἐπίχρισιν πλοίων, μάλθῃ τὴν τρόπιν παραχρίσας Ἱππῶναξ 41· ὡσαύτως πρὸς ἐπίχρισιν τῶν πρὸς γραφὴν πινακίδων, τὴν μάλθαν ἐκ τῶν γραμματείων ἤσθιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 206· ἐν μάλθῃ γεγραμμένη μαρτυρία Δημ. 1132. 13· ΙΙ. κητοειδής τις μαλακὸς ἰχθύς, Αἰλ. π. Ζ. 9. 49, Ὀππ. Ἁλ. 1. 371.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. μάλθη.

Greek Monolingual

και μάλθη, η (Α μάλθα και μάλθη) μαλθακός
μίγμα από κερί και πίσσα ή μούργα λαδιού, που χρησιμοποιείται συνήθως για το καλαφάτισμα τών πλοίων
νεοελλ.
πυκνόρρευστο φυσικό προϊόν του πετρελαίου, ενδιάμεση βαθμίδα μεταξύ πετρελαίου και ασφάλτου, η πισσάσφαλτος
αρχ.
1. μίγμα από κερί και πίσσα για επάλειψη πινακίδων γραφής
2. είδος θαλάσσιου κήτους
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «μάλθη
μαλακία τρυφερή»
β) «ρύπος ξηρός».