Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηρυκάζω

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηρυκάζω Medium diacritics: μηρυκάζω Low diacritics: μηρυκάζω Capitals: ΜΗΡΥΚΑΖΩ
Transliteration A: mērykázō Transliteration B: mērykazō Transliteration C: mirykazo Beta Code: mhruka/zw

English (LSJ)

   A chew the cud, Arist.HA507a36, 632b1; τὰ μηρυκάζοντα ruminants, ib.522b8, Thphr.HP3.10.2; of fishes, Arist.HA 632b8.

German (Pape)

[Seite 178] wiederkäuen; Arist. H. A. 2, 17. 9, 50; Poll. 2, 204 im med.

Greek (Liddell-Scott)

μηρυκάζω: ἀναμασῶ(μαι), ἐπὶ τῶν μηρυκαζόντων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 8., 9. 50, 12, κ. ἀλλ.· τὰ μηρυκάζοντα, τὰ μηρυκαστικά, αὐτόθι 3. 21, 7· - οὕτω μηρυκίζω, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42, Γαλην.· καὶ μηρυκάομαι, ἀποθετ., Πλουτ. Ρωμ. 4, πρβλ. Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 8.

Greek Monolingual

(ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ
νεοελλ.
μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μηρυκάζοντα
τα μηρυκαστικά ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι ενεστ. μηρυκάζω, μηρυκῶμαι και μηρυκίζω είναι πιθ. παράγωγα ενός αμάρτυρου ουσ. σε -κ- (αλλά όχι του τ. μήρυξ, το οποίο είναι νεώτερο τών μηρυκάζω, μηρυκῶμαι, μηρυκίζω) ή, κατ' άλλη άποψη, εκφραστικά παράγωγα ενός αμάρτυρου ενεστ. με επίθημα -κω- μηρύ-κω (< μηρύομαι «συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω»), πρβλ. ἐρύω: ἐρύκω].