ξινίζω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
Greek Monolingual
ξινός
1. (ιδίως για εδώδιμα και για κρασί) καθιστώ κάτι ξινό, προσδίδω σε κάτι ξινή γεύση, αλλοιώνω (α. «η ζέστη ξινίζει τα φαγητά» β. «το σάπιο βαρέλι μού ξίνισε το κρασί»)
2. αποκτώ ξινή γεύση ως αποτέλεσμα της αλλοίωσης που υφίσταμαι, αποσυντίθεμαι («ξίνισε το γάλα»)
3. (σχετικά με εδώδιμα) διατηρώ κάτι τοποθετώντας το μέσα στο ξίδι
4. μτφ. (για πρόσ.) δυσαρεστούμαι για κάτι, μού κακοφαίνεται («μόλις του ανακοίνωσα την απόφασή μου, ξίνισε κάπως»)
5. φρ. α) «ξινίζω τα μούτρα μου» — κάνω μορφασμό που εκφράζει δυσαρέσκεια
β) «τά ξινίζω με κάποιον» — ψυχραίνομαι με κάποιον.