φορμοφόρος

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορμοφόρος Medium diacritics: φορμοφόρος Low diacritics: φορμοφόρος Capitals: ΦΟΡΜΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: phormophóros Transliteration B: phormophoros Transliteration C: formoforos Beta Code: formo/foros

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A porter, Epicur.Fr.172: οἱ φ., name of a play by Hermippus.

German (Pape)

[Seite 1300] Körbe, Matten, Decken, Holzbündel tragend; D. L. 9, 8,14; Ath. 354 c.

Greek (Liddell-Scott)

φορμοφόρος: ὁ, ἀχθοφόρος, Διογ. Λ. 9. 53, Ἀθήν. 354C· οἱ φορμοφόροι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἑρμίππου.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που μεταφέρει φορμούς, πλεκτά σκεύη ή δεμάτια ξύλων
2. ως κύριο όν. Φορμοφόροι
τίτλος κωμωδίας του Ερμίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορμός «πλεκτό σκεύος, καλάθι» + -φόρος].