φαλλικός

From LSJ
Revision as of 12:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαλλικός Medium diacritics: φαλλικός Low diacritics: φαλλικός Capitals: ΦΑΛΛΙΚΟΣ
Transliteration A: phallikós Transliteration B: phallikos Transliteration C: fallikos Beta Code: falliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for the φαλλός: τὸ φ. (sc. μέλος) the phallic song, Ar.Ach.261, Arist.Po.1449a11; restd. in IG12.187.33; also a dance, Poll.4.100.

German (Pape)

[Seite 1253] zum φαλλός gehörig, bes. zu seiner Feier am Bacchusfeste gehörig, beim Phallosfeste üblich; τὸ φ. sc. μέλος, das Phalloslied, Ar. Vesp. 249; Arist. poet. 4.

Greek (Liddell-Scott)

φαλλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν φαλλόν˙ ― τὸ φαλλικὸν (ἐξυπακ. μέλος), ᾆσμα ᾀδόμενον εἰς τὸν φαλλόν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 261, πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 4. 14˙ ὡσαύτως «ὄρχημα Διονύσῳ» Πολυδ. Δʹ, 100. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαλλικά˙ ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῦ φαλλοῦ ἀγομένου», καὶ: «φαλλικόν˙ ὄρχημά τι, οἱ δὲ μέλος. ἄλλοι ᾠδὴν αὐτοσχέδιον ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδομένην».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le phallus.
Étymologie: φαλλός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φαλλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φαλλός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φαλλό
νεοελλ.
φρ. α) «φαλλική λατρεία»
(κοινων.-ανθρωπολ.-θρησκειολ.) η λατρεία της γενεσιουργού, της αναπαραγωγικής αρχής, όπως αυτή συμβολίζεται από τα σεξουαλικά όργανα ή από την πράξη της σεξουαλικής συνεύρεσης, αλλ. φαλλισμός
β) «φαλλικό στάδιο»
(κατά την θεωρία της ψυχανάλυσης) φάση της παιδικής σεξουαλικότητας, που διαρκεί από την ηλικία τών τριών έως την ηλικία τών έξι ετών περίπου και κατά την οποία, και στα δύο φύλα, οι γενετήσιες παρορμήσεις οργανώνονται γύρω από τη γεννητική περιοχή, αλλ. φαλλική φάση
γ) «φαλλική φάση»
(ψυχολ.) το φαλλικό στάδιο
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ φαλλικόν
α) (ενν. μέλος) άσμα το οποίο τραγουδούσαν κατά την περιφορά του φαλλού στα φαλληφόρια
β) διονυσιακός χορός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φαλλικά
α) (κατά τον Ησύχ.) «φαλλικά
ᾠδὴ πεποιημένη εἰς τὸν Διόνυσον, τοῡ φαλλοῡ ἀγομένου»
β) τα φαλληφόρια.