υπαλλαγή

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ ὑπαλλάσσω
αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή
νεοελλ.
1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού στη θέση του δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το αφηρημένο ουσιαστικό αντί του αντίστοιχου συγκεκριμένου, αλλ. μετωνυμία
β) σχήμα λόγου κατά το οποίο ένας επιθετικός προσδιορισμός που αναφέρεται σε μια γενική πτώση, η οποία με τη σειρά της προσδιορίζει, ως ετερόπτωτος προσδιορισμός, ένα ουσιαστικό, είναι δυνατόν να συμφωνεί όχι με τη γενική αλλά με το ουσιαστικό από το οποίο εξαρτάται η γενική αυτή, λ.χ. θερμοί δακρύων σταλαγμοί αντί θερμών δακρύων σταλαγμοί
2. (νομ.) το δικαίωμα του οφειλέτη να υποκαταστήσει την υποχρέωσή του με άλλη
αρχ.
1. αλλαγή («ἡ τῆς χροιᾱς ὑπαλλαγή», Γαλ.)
2. (ρητ.) ανύψωση, μεγέθυνση με τη χρησιμοποίηση ισχυρότερου όρου
3. σχήμα λόγου κατά το οποίο ορισμένα μέρη της περιόδου εναλλάσσονται («ὑπαλλαγή ἐστιν ὅταν ἐπιτιμήσαντες τῷ πρώτῳ ὀνόματι ἕτερον προσλάβωμεν, οἷον: οὐκ ἔστι τοῡτο φιλανθρωπία ἀλλ' ἔρως, καί: οὐκ ὠργίζετο ἀλλ' ἐμαίνετο», Ζωναί.)
4. υποθήκευση.