τρίδουλος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον,
A thrice a slave, Ach. Tat.8.1; by descent, οὐδ' ἐὰν τρίτης . . μητρὸς φανῶ τ. S.OT 1063; as slave of a slave's slave, Theopomp.Hist.244. II ζεῦγος τ. a leash of slaves, Ar.Fr.576; cf. τριπάρθενος.
German (Pape)
[Seite 1142] dreifacher Sklave, Sklave durch drei Geschlechter, Soph. O. R. 1063; Erzsklave, Jac. Ach. Tat. p. 923; Lob. Aglaoph. p. 764.
Greek (Liddell-Scott)
τρίδουλος: -ον, δοῦλος ἐκ τριῶν γενεῶν, τρὶς δοῦλος, γεννηθεὶς ἐκ μητρὸς δούλης, ἧς ἡ μήτηρ καὶ προμήτωρ ἦσαν ἐπίσης δοῦλαι, οὐδ’ ἐὰν τρίτης... μητρὸς φανῶ τρίδουλος Σοφ. Ο. Τ. 1063· «Πιθονίκην... ἣ Βακχίδος μὲν ἦν δούλη τῆς αὐλητρίδος, ἐκείνη δὲ Σινώπης τῆς Θρᾴττης... ὥστε γενέσθαι μὴ μόνον τρίδουλον, ἀλλὰ καὶ τρίπορνον αὐτὴν» Θεοπόμπου Ἀποσπ. 277 (ἔκδ. Muller 1. 325), ἴδε τριγονία. ΙΙ. ζεῦγος τρίδουλον, τρεῖς δοῦλοι, «Ἀριστοφάνης Ὥραις καταχρηστικῶς ἐπὶ τῶν τριῶν τὸ ζεῦγος ἔθηκε, ζεῦγος τρίδουλον» Ἡσύχ. (Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 484), τριπάρθενος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né de parents esclaves depuis trois générations.
Étymologie: τρίς, δοῦλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, της οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες
2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» — τρεις δούλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + δοῦλος.
Greek Monotonic
τρίδουλος: -ον, δούλος από τρεις γενιές, γεννημένος από μητέρα δούλη, της οποίας η μητέρα και η προμητέρα ήταν επίσης δούλες, σε Σοφ.