σαμβύκη
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A a triangular musical instrument with four strings, Arist.Pol.1341b1, Neanth.5 J., Juba 73; of barbaric origin, Str.10.3.17. (Aramaic sabbekhā (perh. not Semitic), with m inserted, as in Ἀμβακούμ = Habakkuk. etc.). 2 = σαμβυκίστρια, Plb.5.37.10; with pun on signf. 11, Id.8.6.6. II an engine of like form used in sieges, Id.8.4.8, al., Bito 57.1, Plu.Marc.15, Ath.Mech.27.7, App.Mith.26.—Cf. σάμβυξ. [Penult. long in sambūca, Pers.5.95.]
German (Pape)
[Seite 860] ἡ, 1) ein dreieckiges Saiteninstrument, das die höchsten Töne hatte, aber für unedel galt, weil es durch die übertriebene Schärfe derselben und durch die Kleinheit der Saiten die Kraft auflös'te; lat. sambuca; Arist. pol. 8, 6, 11; Ath. XIV, 633 f. – 2) ein Belagerungswerkzeug von ähnlicher Gestalt, vgl. Ath. a. a. O. u. σάμβυξ.
Greek (Liddell-Scott)
σαμβύκη: ἡ, τριγωνικὸν μουσικὸν ὄργανον ἔχον τέσσαρας χορδάς, Λατιν. sambuca, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 13, Ἀθήν. 175D, 633F· ἦσαν δὲ οἱ τόνοι αὐτῆς τοσοῦτον ὀξεῖς ὥστε ὀλίγον ἦτο χρήσιμος· - ἦτο δὲ βαρβαρικῆς ἀρχῆς (Στράβ. 471, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.), ταὐτὸν τῷ παρὰ Συρίοις sabkâ, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ μ, οἷον ἐν τῷ ambubaia (ἐκ τοῦ Συρικοῦ abûbo, αὐλός)· πρβλ. κινύρα, νάβλα. 2) = σαμβυκίστρια, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, Πολύβ. 5. 37, 10., 8. 8, 6, πρβλ. Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 197. ΙΙ. ὁμοία τὸ σχῆμα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 8. 6, 2-11, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Ἀθήν. 634Α. - Πρβλ. σάμβυξ. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «σαμβύκη· οὐ μόνον τὸ μουσικὸν ὄργανον, οὗ μέμνηται Ἰόβας· ἀλλὰ καὶ πολιορκητικόν, οὗ Βίτων». [Ἡ παραλήγουσα μακρὰ ἐν τῷ sambūca, Πέρσ. 5. 95].
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 sambuque, sorte de harpe triangulaire;
2 machine de siège flottante en forme de sambuque.
Étymologie: syr. sabkâ, avec insertion d’un m.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
έγχορδο οξύφθογγο μουσικό όργανο τών αρχαίων, τριγωνικού σχήματος, είδος άρπας με τέσσερεις ή και περισσότερες χορδές το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην Συρία, στην Φοινίκη και στην Αίγυπτο, αλλά ήλθε και στην Ελλάδα
αρχ.
1. (στους Ρωμαίους) είδος πολιορκητικής μηχανής με σχήμα παρόμοιο με το παραπάνω μουσικό όργανο και, ειδικότερα, κλίμακα που τήν ανύψωναν με τροχαλίες και σχοινιά από τα πλοία ή άλλα μεταφορικά μέσα και στην συνέχεια τήν προσαρτούσαν στο πολιορκούμενο τείχος
2. συνεκδ. η σαμβυκίστρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. sambuca].
Greek Monotonic
σαμβύκη: [ῡ], ἡ,
I. τριγωνικό μουσικό όργανο με τέσσερις χορδές, Λατ. sambuca, σε Αριστ.
II. πολεμική μηχανή παρόμοιου σχήματος που χρησίμευε στις πολιορκίες, σε Πλούτ.