σπάσμα

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάσμα Medium diacritics: σπάσμα Low diacritics: σπάσμα Capitals: ΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: spásma Transliteration B: spasma Transliteration C: spasma Beta Code: spa/sma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sprain or rupture of muscular fibre, Hp.Aph. 5.25, cf. Pl. Ti.87e, D.18.198, Thphr.HP9.9.2, Gal.1.239.    2 spasm, convulsion, Arist.Pr.885a6.    II that which has been torn off, fragment, shred, Plu.Lys.12, Sull.21; τῆς φρονήσεως μόρια καὶ σ. Id.2.99c.    2 σ. ξίφους sword-blade, as drawn from the scabbard, Id.Oth.17.

German (Pape)

[Seite 917] τό, das Gezogene, die Zuckung, der Krampf, Plat. Tim. 87 e; auch vom Meere, App. B. C. 5, 89, ξίφους, der gezückte, bloße Degen, Plut. Otho 17; auch das abgerissene Stück, θωράκων σπάσματα, Sull. 21 Lys. 12.

Greek (Liddell-Scott)

σπάσμα: τό, (σπάω) διάρρηξις μυϊκῆς ἰνός, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Πλάτ. Τίμ. 87Ε· σπασμός, σπασμωδικὴ κίνησις, τῶν ὑστερῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 4, 1, πρβλ. Προβλ. 5. 39. ΙΙ. τὸ ἀποσπασθὲν τεμάχιον, σπάραγμα, «λωρίδα», Πλουτ. Λύσ. 12, Σύλλ. 21· πρβλ. Wyttenb. 2. 99C. 2) σπ. ξίφους, ἡ κοπὶς τοῦ ξίφους ἀνειλκυσμένη ἀπὸ τῆς θήκης, Πλουτ. Ὄθων 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 action de tirer l’épée;
2 morceau arraché, lambeau.
Étymologie: σπάω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σπάω / σπώ]
σπασμωδική κίνηση, σύσπαση
νεοελλ.
σύσπαση, σπασμός
μσν.
το σπάσιμο στο ξύλο, ο ξυλοδαρμός («πριν ἂν σε κοπανίσουσιν και μάθουν σε τὸ σπάσμα», Πρόδρ.)
αρχ.
1. διάρρηξη μυϊκών ινών
2. κομμάτι που έχει αποσπαστεί από κάπου, σπάραγμα, θραύσμα
3. φρ. «σπάσμα ξίφους» — λεπίδα ξίφους που έχει αποσπαστεί από τη θήκη, σπαθί ξεθηκαρωμένο.

Greek Monotonic

σπάσμα: -ατος, τό (σπάω),
I. σπασμός, μυϊκός σπασμός, αιφνίδιο τίναγμα, τῶν ὑστερῶν, σε Αριστ.
II. τμήμα που έχει αποσχιστεί, απόσπασμα, θραύσμα, κομμάτι, σε Πλούτ.