γαλέη

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαλέη Medium diacritics: γαλέη Low diacritics: γαλέη Capitals: ΓΑΛΕΗ
Transliteration A: galéē Transliteration B: galeē Transliteration C: galei Beta Code: gale/h

English (LSJ)

contr. γαλῆ, ῆς, ἡ, a name given to various animals of the

   A weasel kind, weasel, marten, polecat or foumart, Batr.9, al., Ar.Ach. 255, Pl.693, Arist.HA609a17, al.; εἰ διᾴξειεν γαλῆ (a bad omen) Ar.Ec.792, cf. Thphr.Char.16.3: prov., θύρα δι' ἧς γαλῆ . . οὐκ εἰσέρχεται Apollod. Car.6.    2 γ. ἀγρία wild ferret (found in Africa and Spain, Hdt.4.192), Arist.HA580b26, Ruf.Fr.79, Str.3.2.6; γ. Ταρτησσία Hdt. l.c., Diogenian.3.71.    3 γ. ἐνοικίδιος tame weasel, Plu.2.446c; γ. κατοικίδιος Philum.Ven.33.1, Dsc.2.25.    4 prov., γαλῆν ἔχεις, of bad luck, Diogenian.3.84; γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν, of 'pearls before swine', Stratt.71, Zen.2.93; γαλῇ στέαρ, = βατράχῳ ὕδωρ (q. v.), Diogenian.3.83.    II a small fish, distd. from γαλεός by Ael.NA15.11. (From γαλεyᾱ, Adj. from *γαλις, cf. Skt. girikā 'mouse', Lat.glīs.)

German (Pape)

[Seite 471] ἡ, zsgzgn γαλῆ, 1) Wiesel, Marder, Batrachom. 9; Her. 4, 192; öfter bei Ar., z. B. Ach. 243 Ran. 304; βδέουσα δριμύτερον γαλῆς Pl. 693, an γ. βδέουσα, Stinkmarder, erinnernd; γαλῆ ἀργία od. Λιβυκή, das Frettchen. – Sp. = Katze. – 2) ein Meerfisch, von γαλεός nach Ael. H. A. 15, 11 verschieden.

Greek (Liddell-Scott)

γαλέη: συνῃρ. γαλῆ, ῆς, ἡ, ἡ κοιν. λεγομένη γάτ(τ)α, ἣν ὁ Διοσκ. 2, 27 γαλῆν κατοικίδιον ὀνομάζει, ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. 362, 43 Διδ. φέρεται «γαλῆκάττα, μυγαλῆ ἡ νυφίτζα» Ἡρόδ. 4, 192, Ἀριστοφ. Ἀχ. 255· βδέουσα δριμύτερον γαλῆς ὁ αὐτ. Πλ. 693· εἰ διᾴξειεν γαλῆ Ἐκκλ. 792, Θεόκρ. 15. 28, Γαλεομυομ. παροιμ., θύρα, δι ' ἧς γαλῆ… οὐκ εἰσέρχεται Ἀπολλ. Καρ. Διαβ. 1, Θεόκρ. 15, 28.―Ἡ γ. ἀγρία (περιγραφομένη ὡς ἐχθρὰ τῶν μυῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 37, 4) φαίνεται ὅτι ἦτο ἐγχώριος τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἱσπανίας, Ἡρόδ. ἔνθ᾽ ἀνωτ., Στράβων 144· ἴσως γ. Ταρτησία ἦτο ἡ αὐτή, Ἡρόδ. ἔνθ' ἀνωτ., ἡ παροιμία γαλῇ κροκωτὸν ἢ χιτώνιον, ἐπὶ ἀναρμόστων πραγμάτων εἰλημμένη ἐκ τοῦ μύθου τῆς εἰς γυναῖκα μεταβληθείσης γαλῆς Βάβρ. 32. ΙΙ. εἶδος μικροῦ ἰχθύος διακρινομένου ἀπὸ τοῦ γαλεοῦ παρ' Αἰλ. Ζ. Ι. 15.11.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
par contr. γαλῆ, ῆς;
1 belette, animal;
2 p. anal. mustèle, poisson de mer.
Étymologie: DELG étym. peu sûre.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): contr. γαλῆ Ar.Ach.255, Stratt.75; γαλέα Gp.20.7.1
I zool.
1 hurón, Putorius furo que habita en el norte de África y Tarteso, Hdt.4.192, llamado γ. ἀγρία Str.3.2.6, cf. Arist.HA 580b26, Plu.2.446e, γ. κατοικίδιος Philum.Ven.33.1, Dsc.2.25, cf. Ruf.Fr.79, Diogenian.1.3.71.
2 comadreja, Mustella vulgaris Ar.l.c., Batr.9, Arist.HA 609a17, Theoc.15.28, Plu.2.977f, Luc.Pisc.34, Tim.21, Trag.163, Artem.1.79, 3.28, D.C.58.5.5, LXX Le.11.29
como signo de mal agüero y en prov. εἰ ... διᾴξειεν γαλῆ si cruzase una comadreja Ar.Ec.792, cf. Thphr.Char.16.3, γαλῆν ὁρῶ como mala pronunciación de γαλήν' ὁρῶ en el verso de Eurípides (Or.279), Ar.Ra.304, Stratt.63, cf. Sch.Ar.ad loc., θύραν δι' ἧς γαλῆ ... οὐκ εἰσέρχεται equivale a ‘casa cerrada a cal y canto’, Apollod.Car.6, Batr.(a) 49, 114, γαλῆν ἔχεις equivale a ‘tienes la negra’, Apostol.5.26, γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν equivale a ‘echar margaritas a los cerdos’, Stratt.l.c., Zen.2.93, γαλῇ στέαρ equivale a ‘complacer en todo’, Diogenian.2.2.9, γαλῆ Ταρτησία prov. por su gran tamaño, Hsch., en fábulas γαλαῖ ... καὶ μύες Babr.31, γαλῆ καὶ Ἀφροδίτη Aesop.50, cf. Galeom.6.
3 ict. pez de pequeño tamaño, Ael.NA 15.11, Gp.l.c.

• Etimología: Se ha rel. lat. glīs ‘lirón’, ai. giri-, girikā- ‘ratón’. Tb. se ha deriv. de γαλεός.

Greek Monolingual

(I)
η (Α)
βλ. γαλή.———————— (II)
γαλέη, η (Α)
είδος περικεφαλαίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. galea «περικεφαλαία, κράνος»].

Greek Monotonic

γαλέη: συνηρ. γαλῆ, -ῆς, ἡ, γάτα, «νυφίτσα»· Λατ. mustela, σε Ηρόδ., Αριστοφ.