κατᾴδω
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
uncontr. καταείδω,
A sing to: hence, I trans., charm, appease by singing, τινα D.H.4.29, Plu.2.745e, Luc.JTr.39, Philops. 31: c. dat., sing a spell or incantation (ἐπῳδή) to... καταείδοντες . . τῷ ἀνέμῳ Hdt.7.191:—Pass., to be induced by charms to do a thing, c. inf., Ael.NA5.25 (dub. l.). b κ. δεῖπνον enliven a repast by song, Id.VH7.2. 2 sing in mockery, Luc.DMort.2.2:—Pass., to have another sing before one, Id.Bis Acc.16. 3 fill with song, τὰς λόχμας Longus 1.9: c. gen., ἀηδὼν κ. τῶν ἐρημαίων Χωρίων Ael.NA 1.43. II c. acc. cogn., sing by way of incantation, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ' E.IT1337. III intr., sing from above or sing throughout a place, of birds or insects, Ael.VH3.1, NA1.20.
German (Pape)
[Seite 1348] (s. ἀείδω), entgegen-, vorsingen, Clearch. Ath. XV, 697 f, gleichsam von oben herabsingen, Ael. H. A. 3, 1; bes. durch Vorsingen besänftigen, bezaubern, heilen, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσα Eur. I. T. 1337; καταείδοντες γόησι τῷ ἀνέμῳ οἱ μάγοι, den Wind besprechen, Her. 7, 191; γυνὴ ἥ σε κηλοῦσα καὶ κατᾴδουσα μαλθακὸν ἀποδέδωκε D. Hal. 4, 29; καὶ καταφαρμακεύομαι Plut. reip. ger. praec. 26. – Mit Gesang erfüllen, durchtönen, Ael. V. H. 3, 1; κατᾴδων αὐτοῦ τὸ δεῖπνον καὶ καταθέλγων αὐτόν, das Mahl durch Gesang erheitern, ib. 7, 2; τὰς λόχμας κατῇδον ὄρνιθες Long. 1, 9; – κατᾴδομαι, ich lasse mir vorsingen, Luc. bis acc. 16.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾴδω: Ἰων. -αείδω:―ᾄδω πρός τι, Λατ. occinere, καὶ ἑπομ., Ι. μεταβ., θέλγω, καταπραΰνω διὰ τοῦ ᾄσματος, τινα Διον. Ἁλ. 4. 29, Πλούτ. 2. 745Ε, Λουκ.· καὶ μετὰ δοτ., ᾄδω μαγευτικὴν ᾠδὴν (ἐπῳδὴν) εἴς τινα, καταείδοντες… τῷ ἀνέμῳ Ἡρόδ. 7. 191, πρβλ. καταγελάω.― Παθ., δι’ ἐπῳδῆς ἐπείγομαι νὰ πράξω τι, μετ’ ἀπαρ., οἱονεὶ κατᾳδόμενος κατὰ Reisk. ἀντὶ καταναγκαζόμενος Αἰλ. π. Ζ. 5. 25. β) κ. δεῖπνον, κάμνω τὸ δεῖπνον εὔθυμον δι’ ᾄσματος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 7. 2. 2) ᾄδω συνεχῶς, «ξεκωφαίνω» ᾄδων, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 2·―ᾄδω ἐναντίον τινὸς ἐπῳδάς, ὁ αὐτ. ἐν Φιλοψ. 31· Παθ., ἔχω τινὰ ἐνώπιόν μου ᾄδοντα, ὁ αὐτ. ἐν Δὶς Κατηγ. 16. 3) πληρῶ δι’ ᾀσμάτων, τὰς λόχμας Λόγγος 1. 9· ἀηδὼν… κατᾴδει τῶν ἐρημαίων χωρίων Αἰλ. π. Ζ. 1. 43. ΙΙ. μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ὡς ἐπῳδήν, ἐπᾴδω, κατῇδε βάρβαρα μέλη μαγεύουσ’ Εὐρ. Ι. Τ. 1337. ΙΙΙ. ἀμεταβ., ᾄδω ἄνωθεν ἢ καθ’ ἅπασαν τὴν ἔκτασιν τόπου τινός, ἐπὶ πτηνῶν, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 1, π. Ζ. 1. 20.
French (Bailly abrégé)
impf. κατῇδον, f. κατᾴσομαι, etc.
I. chanter d’en haut, au-dessus de;
II. remplir de chants, faire résonner, faire retentir, acc.;
III. chanter contre :
1 chanter pour conjurer en parl. de magiciens : βάρβαρα μέλη EUR chanter des chants barbares, càd inintelligibles (que l’on prend pour des incantations);
2 charmer, adoucir par des enchantements;
3 prononcer une formule d’incantation contre : τῷ ἀνέμῳ HDT contre le vent, càd apaiser le vent au moyen d’incantations ; Pass. être amené par des sortilèges à, avec l’inf.;
4 chanter contre, càd se moquer par des chansons, chansonner, acc..
Étymologie: κατά, ᾄδω.
Greek Monolingual
κατᾴδω και καταείδω (Α)
1. (για πουλιά) α) κελαηδώ
β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου
2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι
3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου
4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου
5. τραγουδώ επωδή μαγείας
6. ξεκουφαίνω κάποιον με το τραγούδι μου
7. φρ. τραγουδώ σε όλη την έκταση της κλίμακας
8. «κατᾴδειν δεῑπνον» — κάνω ευχάριστο το δείπνο με τραγούδια
9. μέσ. κατᾴδομαι
βάζω κάποιον και μού τραγουδά
10. παθ. με μαγική επωδή εξαναγκάζομαι να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄδω «τραγουδώ»].
Greek Monotonic
κατᾴδω: Ιων. -αείδω, μέλ. -ᾴσομαι, τραγουδώ προς, Λατ. occinere, και παρομοίως·
I. μτβ., θέλγω ή κατευνάζω τραγουδώντας, σε Λουκ.· με δοτ., τραγουδώ ξόρκι ή επωδό (ἐπῳδή) σε κάποιον άλλο, σε Ηρόδ.
2. ξεκουφαίνω με το τραγούδι, σε Λουκ. — Παθ., έχω κάποιον μπροστά μου που τραγουδά, στον ίδ.
II. τραγουδώ ως επωδή, ως ρυθμική ή μελωδική επανάληψη, βάρβαρα μέλη, σε Ευρ.