φηγός

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φηγός Medium diacritics: φηγός Low diacritics: φηγός Capitals: ΦΗΓΟΣ
Transliteration A: phēgós Transliteration B: phēgos Transliteration C: figos Beta Code: fhgo/s

English (LSJ)

Dor. φᾱγός Theoc.9.20, ἡ,

   A = δρῦς ἀγρία, Valonia oak, Quercus Aegilops, Thphr.HP3.3.1, 3.8.2, etc.: freq. in Il.(not in Od.), Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Il.5.693; φηγῷ ἐφ' ὑψηλῆ . . Διός 7.60; ἡ παλαιὰ φ., of the oak of Dodona, S.Tr.171, cf. Hes.Frr.134.7, 212 (but δρῦς S.Tr.1168).    II acorn of the same tree, Ar.Pax1137 (lyr.), Pl.R. 372c, Theoc. l.c., D.Chr.6.62. (Cf. Lat. fāgus 'beech', OE. bóc 'beech'.)

German (Pape)

[Seite 1267] ἡ, ein Baum, der eine runde eßbare, der Eichel ähnliche Frucht trägt, quercus esculus, Hes. frg. 18. 39, 7; also nicht eigtl. unsere Buche, die eine dreieckige Frucht hat, Theophr. u. A.; Soph. nennt Trach. 171 die dodonäische Eiche ἡ παλαιὰ φηγός, die 1158 δρῦς heißt. – Auch die eßbare Frucht des Baumes selbst; Ar. Pax 1137; μύρτα καὶ φηγοὺς σποδιοῦσι πρὸς τὸ πῦρ Plat. Rep. II, 372 c.

Greek (Liddell-Scott)

φηγός: ἡ, εἶδος δρυὸς φερούσης ἐδώδιμον βάλανον (Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2), ἴσως Quercus esculus, εἰ καὶ ἀμφίβολον εἶναι ἂν τὸ δένδρον τοῦτο εὑρίσκεται τὰ νῦν ἐν Ἑλλάδι ἢ ἐν Μικρᾷ Ἀσίᾳ· (οὐχὶ τὸ Λατ. fagus ὅπερ = ὀξύα, «ὀξυά»), εἰ καὶ ἔχουσι τὸ αὐτὸ ὄνομα), συχν. ἐν Ἰλ. (οὐχὶ ἐν Ὀδ.)· ἦτο δὲ ἀφιερωμένη ἡ φηγὸς εἰς τὸν Δία· Διὸς περικαλλέϊ φηγῷ Ἰλ. Ε. 693· φηγῷ ἐφ’ ὑψηλῇ... Διὸς Η. 60· ὁ Σοφοκλῆς καλεῖ τὴν Δωδωναίαν δρῦν τὴν παλαιὰν φ., Τραχ. 171 (πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 18., 39. 7), ἀλλὰ καὶ δρῦν, αὐτόθι 1168. ― Περὶ τῆς γλωσσικῆς μεταβάσεως ἀπὸ τοῦ φηγὸς εἰς τὸ fagus (ὀξύα) ἴδε M. Müller Sc. of. Language, 2, σ. 222, 235. ΙΙ. ἡ βάλανος τοῦ αὐτοῦ δένδρου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1137. Πλάτ. Πολ. 372C. Ἐντεῦθεν φηγών, φήγινος, φηγινέος· πρβλ Λατ. fāgus, fag-inus, fag-ineus· ― Ἀγγλο-Σαξον. bôc-e (ὀξύα, Ἀγγλ. beech)· Ἀρχ. Γερμαν. bnohh-a· ― πιθαν. ἐκ τῆς √ΦΑΓ, φαγεῖν, ὡς διδάσκει ὁ Εὐστ. 594. 34, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἄκυλος (glans) πρὸς τὸ Σανσκρ. a← (edere)).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
1 chêne à glands comestibles, arbre ; ἡ παλαιὰ φηγός SOPH le chêne antique (de Dodone);
2 gland, fruit de cet arbre.
Étymologie: cf. lat. fagus ; pê de la R. Φαγ, manger.

English (Autenrieth)

(cf. fagus): a sort of oak with edible acorns. An ancient tree of this species was one of the landmarks on the Trojan plain, Il. 7.22, Il. 9.354. (Il.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και δωρ. τ. φαγός Α
νεοελλ.
βοτ. επιστημονική ονομασία του γένους της οξιάς
αρχ.
1. είδος δρυός με εδώδιμο βαλανίδι
2. το βαλανίδι του παραπάνω φυτού
3. φρ. «ἡ παλαιὰ φηγός» — δρυς που φύεται στην περιοχή της Δωδώνης (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φηγός ανάγεται στον ΙΕ τ. bhāgo-s «οξιά» (πρβλ. λατ. fagus, γαλατ. bāgo-, αρχ. άνω γερμ. buohha, από όπου το γερμ. Buche, καθώς και τα γοτθ. boka «γράμμα, χαρακτήρας», αρχ. άνω γερμ. buoh «βιβλίο», από όπου και το γερμ. Buch), χρησιμοποιήθηκε, όμως, στην Ελληνική για να δηλώσει τη δρυ, τη βαλανιδιά, ένα διαφορετικό δηλ. είδος δένδρου από την οξιά, η οποία δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα (βλ. και λ. οξιά). Η σύνδεση του ΙΕ ονόματος της οξιάς με τη ρίζα bhag- (βλ. λ. φαγεῖν) παραμένει ανεπιβεβαίωτη].

Greek Monotonic

φηγός: ἡ (φᾰγεῖν),
I. είδος βελανιδιάς που φέρει φαγώσιμα βελανίδια, Quercus esculus(όχι το Λατ. fagus, οξυά, παρόλο που τα ονόματα είναι πανομοιότυπα), αφιερωμένη στο Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
II. βελανίδι του ίδιου δέντρου, σε Αριστοφ.