ἠπύτα

From LSJ
Revision as of 21:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπύτᾰ Medium diacritics: ἠπύτα Low diacritics: ηπύτα Capitals: ΗΠΥΤΑ
Transliteration A: ēpýta Transliteration B: ēpyta Transliteration C: ipyta Beta Code: h)pu/ta

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, Ep. for ἠπύτης (which is not found), (ἠπύω)

   A calling, crying, ἠπύτα κῆρυξ the loud-voiced herald, Il.7.384; ἠ. σῦριγξ the shrill pipe, Q.S.6.170; πόντος Opp.C.2.136.

German (Pape)

[Seite 1175] ὁ, ep. für (das wohl nicht vorkommende) ἠπύτης, der Rufer; κήρυξ, der lautrufende Herold, Il. 7, 384; Τρίτων, p. bei Ael. H. A. 13, 21; πόντος, laut tosend, Opp. Cyn. 2, 136; σῦριγξ, Qu. Sm. 6, 170. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἠπύτᾰ: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἠπύτης (ὅπερ ὅμως δὲν ἀπαντᾷ), πρβλ. ἱππότα, κτλ.· (ἠπύω)· - φωνητής, βοητής, κράκτης, ἠπύτα κήρυξ, ὁ μεγαλόφωνος κήρυξ, Ἰλ. Η. 384· ἠπ. σῦριγξ, ἡ ὀξύφωνος σ., Κόϊντ. Σμ. 6. 170· πόντος Ὀππ. Κ. 2. 136.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
seul. nom., épq. p. *ἠπύτης;
qui fait du bruit, retentissant.
Étymologie: ἠπύω.

English (Autenrieth)

(for ἠπύτης, ἠπύω): loudcalling, loud-voiced, Il. 7.384†.

Greek Monolingual

ἠπύτα, ὁ, ἡ (Α) ηπύω
φρ. α) «ἠπύτα κῆρυξ» — μεγαλόφωνος κήρυκας» (Ομ. Ιλ.)
β) «ἠπύτα σῡριγξ» — οξύφωνος αυλός, Κόιντ.

Greek Monotonic

ἠπύτα: [ῠ], ὁ, Επικ. αντί ἠπύτης (ἠπύω), κράχτης, διαλαλητής, ντελάλης· ἠπύτα κῆρυξ, μεγαλόφωνος κήρυκας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠπύτα: (ῠ) ὁ [вм. *ἠπύτης] громогласный (κῆρυξ Hom.).