κωκύω

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωκύω Medium diacritics: κωκύω Low diacritics: κωκύω Capitals: ΚΩΚΥΩ
Transliteration A: kōkýō Transliteration B: kōkyō Transliteration C: kokyo Beta Code: kwku/w

English (LSJ)

[v. fin.], fut. -ύσω A.Ag.1313, -ύσομαι Ar.Lys. 1222: aor.

   A ἐκώκῡσα S.Ant.28; Ep. κώκυσα Il.18.37:—Med., AP7.412 (Alc. Mess.):—shriek, wail, in Ep. and Trag. always of women, Il.18.37, Od.2.361, etc.; κλαῖον καὶ ἐκώκῠον 19.541: freq. with Adv., λίγ' ὲκώκῠε Il.19.284, cf. Od.4.259, etc.; ὀξὺ δὲ κωκύσασα (opp. βαρὺ στενάχων, of the man) Il.18.71; κώκῡσεν δὲ μάλα μέγα 22.407: also in late Prose, Plu.2.357c, etc.; even of men, Luc.DMort.21.1, Longus 2.21; and so Ar., as an execration, μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Ra.34; οἰμώζοι γ' ἂν καὶ κωκύοι Ec.648.    2 c. acc., lament or shriek over one dead, also prop. of women, κώκυσ' ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Od.24.295; ἐμὴν μοῖραν κ. A.Ag.1313, cf. S.Ant.28, al.: Com., of men, κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά Ar.Lys.1222: also in late Prose, as Porph.Abst.4.9, etc. (Cf. Skt. káuti 'cry' (intens. kokūyatē), Lith. kaũkli 'shriek', etc.) [ῠ in Hom. before a vowel, ῡ before a conson. (v. supr.): later ῡ sts. before a vowel, κωκῡοι Ar.Ec.l.c., κωκῡουσα Bion 1.23, Q.S.3.779, κωκῡεσκε ib.460.]

German (Pape)

[Seite 1541] heulen, schreien, wehklagen; ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il. 19, 284, vgl. Od. 8, 527; μάλα μέγα Il. 22, 407; καὶ κλαίω Od. 19, 541, öfter; c. accus., beweinen, εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ' ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν Aesch. Ag. 1286; τοῦτον μήτε κτερίζειν μήτε κωκῦσαί τινα Soph. Ant. 204, vgl. 1288; Ar. μακρὰ κωκύσεσθε, Lys. 1222; Ran. 34; sp. D., ὀξὺ κωκύουσα Bion. 1, 23; auch in späterer Prosa, Luc. D. Mort. 10, 12 Tex. 15, Plut. – [Υ im praes. u. impf. bei Hom. kurz, wird erst Ar. Lys. 648 in κωκύοι, Alc. Hess. 19 (VII, 412) in κωκύεται, Bion. 1, 23 in κωκύουσα, und zuweilen bei Qu. Sm. lang; vgl. Spitzner vers. her. p. 256.]

Greek (Liddell-Scott)

κωκύω: ἴδε ἐν τέλ., μέλλ. -ύσω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1313, -ύσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 1222· ἀόρ. ἐκώκῡσα, Ἐπικ. κώκυσα Ὅμ., Σοφ. ― Μέσ., Ἀνθ. Π. 7. 412. (Πιθ. τύπος μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ, πρβλ. Σανσκρ. kû (kâuti) κράζω, μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ kôkuyatê.) Κραυγάζω μετ’ ὀδύνης, θρηνῶ, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Τραγ., ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν, ὡς Ἰλ. Σ. 37, Ὀδ. Β. 361, κτλ.· κλαῖον καὶ ἐκώκῠον Τ. 541· συχνάκις μετ’ ἐπιρρ., λίγ’ ἐκώκῠε Ἰλ. Τ. 284, πρβλ. Ὀδ. Δ. 259, κτλ.· ὀξὺ δὲ κωκύσασα (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρὺ στενάχων, ἐπὶ τοῦ ἀνδρός), Ἰλ. Σ. 71· κώκῡσεν δὲ μάλα μέγα Χ. 407· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Πλούτ. 2. 357C, κτλ.· ἔτι καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 1· οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ., ὡς κατάρα, μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Βάτρ. 34· οἰμώζοι γ’ ἂν καὶ κωκύοι Ἐκκλ. 648. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ μετὰ μεγάλης φωνῆς, «ξεφωνίζω» ἐπάνω εἰς νεκρόν, ὡσαύτως κυρίως ἐπὶ γυναικῶν, κώκυσ’ ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Ὀδ. Ω. 295· ἐμὴν μοῖραν κ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1314. πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 28. 204, 1302· ― κωμικῶς ἐπὶ ἀνδρῶν κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 1222. ― ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 12, κτλ. ῠ παρ’ Ὁμ. πρὸ φωνήεντος, ῡ πρὸ συμφώνου, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ἀκολούθως ῡ ἐνίοτε πρὸ φωνήετος, κωκῡ΄οι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· κωκῡ΄ουσα Βίων 1. 23, Κόϊντ. Σμ.· κωκῡ΄εσκε αὐτόθι 3. 460.

French (Bailly abrégé)

f. κωκύσω et κωκύσομαι, ao. ἐκώκυσα, pf. inus.
1 intr. pousser des cris de douleur, se lamenter;
2 tr. pleurer sur, se lamenter sur, acc..
Étymologie: R. Κυ, crier.

English (Autenrieth)

aor. κώκῦς(ε), part. κωκύσᾶσα: wail, always of women's voices; sometimes trans., ‘bewail,’ τινά, Od. 24.295.

Greek Monolingual

κωκύω (Α)
(κυρίως για γυναίκες)
1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ' αύτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.)
2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ' εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ' ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυ-κύ-ω, με ανομοίωση
το ρ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ku-της ΙΕ ρίζας keu- «ουρλιάζω, κλαίω» και επιτατικό αναδιπλασιασμό (κυ-). Συνδέεται με αρχ. ινδ. kauti, kokūyate «κραυγάζω», λιθουαν. kaukti «ουρλιάζω»].

Greek Monotonic

κωκύω: μέλ. -ύσω [ῡ], -ύσομαι, αόρ. αʹ ἐκώκῡσα, Επικ. κώκῡσα·
I. ουρλιάζω, κραυγάζω, θρηνώ, οδύρομαι, κυρίως για τις γυναίκες, σε Όμηρ.
2. με αιτ., θρηνώ πάνω σε νεκρό, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κωκύω: (ῡ и ῠ) (fut. тж. κωκύσομαι)
1) вопить, рыдать (ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον Hom.): μακρὰ κ. κελεύειν τινά Arph. заставить кого-л. горько плакать, т. е. избить до полусмерти;
2) горько оплакивать (ἑὸν πόσιν Hom.; ἐμὴν μοῖραν Aesch.; τοῦ Μεγαρέως λάχος Soph.).