μεταγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 23:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγιγνώσκω Medium diacritics: μεταγιγνώσκω Low diacritics: μεταγιγνώσκω Capitals: ΜΕΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: metagignṓskō Transliteration B: metagignōskō Transliteration C: metagignosko Beta Code: metagignw/skw

English (LSJ)

Ion. and later Μεταγειτν-γῑνώσκω, fut. -γνώσομαι: aor. μετέγνων:—

   A find out after, i. e. too late, ἄταν . . μεταγνούς dub. in A. Supp.111 (lyr.).    II change one's mind, repent, abs., Hdt.1.40, 86; μετέγνων, ἔγνων δὲ . . changed my mind and determined... Id.7.15; μεταγνοὺς ἂν ὀρθῶς βουλεύσαιτο Antipho 5.91, cf. Th.4.92, Pl.Phdr. 231a, Lys.19.53, D.18.153, etc.; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; S.Ph.1270.    2 c. acc. rei, change one's mind about, repent of, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ' εἰρημένα E.Med.64; μ. τὰ προδεδογμένα alter or repeal a previous decree, Th.3.40, cf. Luc.Ner.4.    b c. dat. rei, μ. τῷ φόνῳ Philostr.Ep.16.    3 c. inf., change one's mind so as to do something different, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω A.Ag.221 (lyr.); ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Th.1.44; μ. ὡς . . change one's mind and think that... X.Cyr.5.5.40.

German (Pape)

[Seite 145] (s. γιγνώσκω), 1) hinterher, später erkennen, einsehen, ἄταν δ' ἀπάτᾳ μεταγνούς, Aesch. Suppl. 103. – 2) seine Meinung, Ansicht, seinen Entschluß ändern, auch bereuen; τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω, Aesch. Ag. 214; οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν, Soph. Phil. 1254; μετέγνων τὰ πρόσθ' εἰρημένα, d. i. widerrufen, Eur. Med. 64, wie τὰ προδεδογμένα Thuc. 3, 40; μεταγνόντα τε καὶ ἐννώσαντα, Her. 1, 86. 7, 15 u. öfter; Andoc. 2, 6; τοῖς δὲ οὐκ ἔστι χρόνος, ἐν ᾡ μεταγνῶναι προσήκει, Plat. Phaedr. 231 a; μετεγνωκὼς τὴν τομήν, Luc. Nero 4; oft Plut.; ἐπί τινι, Hdn. 2, 13, 20.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγιγνώσκω: Ἰων. καὶ μεταγεν., -γῑνώσκω· μέλλ. -γνώσομαι· ἀόρ. μετέγνων. Γινώσκω κατόπιν, δηλ.: πολὺ ἀργά, ἄταν... μεταγνοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 110. II. μεταβάλλω γνώμην, μετανοῶ, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 40, 86· μετέγνων, ἔγνων δέ... μετέβαλον γνώμην καὶ ἀπεφάσισα..., ὁ αὐτ. ἐν 7. 15· μεταγνοὺς ὀρθῶς ἂν βουλεύσαιτο Ἀντιφῶν 140. 17, πρβλ. Θουκ. 4. 92, Πλάτ. Φαῖδρ. 231Α· οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; Σοφ. Φιλ. 1270. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., μεταβάλλω γνώμην ἢ φρόνημα περί τινος πράγματος, μετανοῶ διά τι, μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ’ εἰρημένα Εὐρ. Μήδ. 64· μ. τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ προηγουμένην ἀπόφασιν, Θουκ. 3. 40 πρβλ. Λουκ. Νέρωνα 4. 3) μετ’ ἀπαρ., μεταβάλλω τὴν γνώμην μου καὶ πράττω τι διάφορον, τὸ παντότολμον φρονεῖν μετέγνω Αἰσχύλ. Ἀγ. 221· ἐν δὲ τῇ ὑστεραίᾳ μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχίαν μὲν μὴ ποιήσασθαι Θουκ. 1. 44· μετ. ὡς..., μεταβάλλω γνώμην καὶ νομίζω ὅτι..., Ξεν. Κύρ. 5. 5, 40· πρβλ. μεταβουλεύω ΙΙ, μεταλαμβάνω ΙΙΙ, μετανοέω.

French (Bailly abrégé)

f. μεταγνώσομαι, etc.
1 reconnaître trop tard, acc.;
2 changer de projet, revenir sur une résolution : τι revenir sur une détermination, avec un inf. ; ou avec ὡς revenir sur une résolution et se résoudre à ou décider que ; avoir regret de, se repentir de : τι de qch.
Étymologie: μετά, γιγνώσκω.

Greek Monolingual

μεταγιγνώσκω (ΑM)
βλ. μεταγινώσκω.

Greek Monotonic

μεταγιγνώσκω: Ιων. και μεταγεν. -γῑνώσκω, μέλ. -γνώσομαι, αόρ. βʹ μετέγνων·
1. αλλάζω απόψεις, μετανοιώνω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με αιτ. πράγμ., αλλάζω απόψεις σχετικά με ένα ζήτημα, μετανιώνω για κάτι, μετέγνων τὰπρόσθ' εἰρημένα, σε Ευρ.· μεταγιγνώσκω τὰ προδεδογμένα, μεταβάλλω ή ανακαλώ μια προηγούμενη απόφαση, σε Θουκ.
3. με απαρ., μεταβάλλω τη γνώμη μου ώστε να πράξω κάτι διαφορετικό, στον ίδ.· μεταγιγνώσκω ὡς..., αλλάζω την άποψή μου και σκέφτομαι ότι..., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεταγιγνώσκω: ион. μεταγῑνώσκω
1) узнавать впоследствии, в конце концов (ἀπάταν Aesch.);
2) менять свое решение, передумывать: μετέγνωσαν Κερκυραίοις ξυμμαχιαν μὴ ποιήσασθαι Thuc. (афиняне) раздумали заключать с коркирцами договор о союзе;
3) раскаиваться, жалеть (о сделанном) (τὰ πρόσθ᾽ εἰρημένα Eur.): οὔκουν ἔνεστι καὶ μεταγνῶναι πάλιν; Soph. разве нельзя раскаяться (в своих ошибках)?;
4) пересматривать, отменять (τὰ προδεδογμένα Thuc.).