πόρτις

From LSJ
Revision as of 02:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρτῐς Medium diacritics: πόρτις Low diacritics: πόρτις Capitals: ΠΟΡΤΙΣ
Transliteration A: pórtis Transliteration B: portis Transliteration C: portis Beta Code: po/rtis

English (LSJ)

ῐος, ἡ, poet. word (in later Prose, acc. pl.

   A πόρτιας Ant.Lib. 23.3), calf, young heifer (younger than δαμάλη, Sch.Theoc.1.75), Il.5.162, h.Cer.174, S.Tr.530 (lyr.), etc.; δαμάλαι καὶ πόρτιες Theoc.1.75; ἀεργηλὴν ἔτι π. A.R.4.1186; young cow, Theoc.1.121, Mosch.3.82: rarely masc., A.Supp.41 (lyr.), 314.    2 metaph., young maiden, Lyc.102; cf. πόρις. (Cf. Skt. pṛthukas 'young of an animal', Arm. orth 'calf'.)

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, junges Rind, junge Kuh, Kalb, Il. 5, 162, h. Cer. 174, Soph. Trach. 527 u. folgde Dichter, wie Mosch. 3, 83; übh. junges Thier, κεραή, vom Hirsch, Orph. Arg. 640; u. übertr., junges Mädchen, ἄνυμφος, Lycophr. 102, wie Aesch. Suppl. 309; u. 41 sogar ὁ πόρτις, der junge Sohn, nämlich der in eine Kuh verwandelten Jo.

Greek (Liddell-Scott)

πόρτῐς: ῐος, ἡ, δάμαλις ἡ ἄρτι πορεύεσθαι δυναμένη, δαμαλάκι, Ἰλ. Ε. 162, ἔνθα ἴδε Εὐστάθ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 174, Σοφ. Τρ. 530· δαμάλαι καὶ πόρτιες Θεόκρ. 1. 75· ἀεργηλὴν ἔτι πόρτιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1186· ― νεαρὰ βοῦς, Θεόκρ. 1. 121, Μόσχ. 3. 83· ― σπανίως ἀρσ., μόσχος, Λατ. juvencus, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 42. 313. 2) μεταφ., νεαρὰ κόρη, ὡς τὸ Λατ. juvenca, juvencula, καὶ τὴν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος Λυκόφρ. 102· ἴδε ἐν λ. πόρις.

French (Bailly abrégé)

1ιος (ἡ) :
jeune veau ; p. ext. jeune génisse.
Étymologie: DELG hypoth. discutées.
2ιος (ὁ) :
jeune taureau, animal ; p. anal. jeune garçon.
Étymologie: DELG hypoth. discutées.

English (Autenrieth)

and πόρις, ιος: calf or heifer.

Greek Monolingual

και πόρις, -ιος, ἡ, μτγν
τ. πληθ. πόρτιας, και σπαν. αρσ., Α
1. νεαρή αγελάδα, θηλυκό μοσχαράκι («πολλαὶ δ' αὖ δαμάλαι καὶ πόρτιες ὡδύραντο», Θεόκρ.)
2. νεαρό ζώο («πόρτις κεραή», Ορφ.)
3. νεαρή κόρη, κοπέλα («καὶ τήν ἄνυμφον πόρτιν ἁρπάσας λύκος», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν δεχθεί κανείς τη σύνδεση της λ. πόρτις / πόρις με το αρμ. ortc «μοσχαράκι» (και πιθ. και με το αρχ. ινδ. pr-thu-ka «μικρό, παιδί, μικρό ζώου»), οδηγείται στο συμπέρσμα ότι το -τ- του τ. πόρτις και τών παραγώγων του είναι εκφραστικό και δεν ανήκει στο επίθημα της λ., η οποία εμφανίζει, επομένως, κατάλ. -ις (πρβλ. κόρ-ις, τρόπ-ις). Η λ. συνδέεται πιθ. και με τους τ: μέσο άνω γερμ. verse, γερμ. Farse «δάμαλις» (< por-s-ī), αρχ. άνω γερμ. far, αγγλοσαξ. fearr «νεαρός ταύρος» (< por-s-o). Η σύνδεση της λ. με το λατ. pario «γεννώ (< ΙΕ ρίζα per- «γεννώ») δεν θεωρείται πιθανή. Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή σε έναν τ. οργανικής πτώσης potipi = πόρτιφι].

Greek Monotonic

πόρτῐς: -ιος, ἡ, μοσχάρι, μικρό δαμάλι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· νεαρή αγελάδα, σε Θεόκρ., Μόσχ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόρτις -ιος, ἡ en πόρταξ -ακος, ἡ [~ πόρις] jong rund, kalf; ook m., overdr.: Δῖον πόρτιν het kalf van Zeus (nl. Epaphus, zoon van Zeus en Io) Aeschl. Suppl. 41.

Russian (Dvoretsky)

πόρτις: ιος ἡ телица, телка Hom., HH, Soph., Theocr.
ιος ὁ досл. бычок, перен. отрок, юноша: Δῖος π. Aesch. сын Зевса (и телицы Ио), т. е. Ἔπαφος.