βαμβαίνω
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
onomatop. word,
A chatter with the teeth, Il.10.375; stammer, BionFr.6.9, AP5.272 (Agath.), Procop.Arc.Praef.:—so also βαμβᾰκύζω, chatter with cold, Hippon.17:—also βαμβᾰλύζω, Phryn.PSp.54B., Hsch.; possibly to be restored (for βομβυλιάζω) in Arist.Pr.949a13.
German (Pape)
[Seite 431] (onomatopoetisch), stammeln, lispeln, Bion. 4, 8; χείλεα φθέγματι γηραλέῳ Agath. 13 (V, 273); Hom. vor Furcht mit den Zähnen klappern, Il. 10, 375, ἅπαξ εἰρημ., vgl. auch Scholl. Nicanor.; Themist. p. 56 a ἔπαλλεν ἡ καρδία, ἐβάμβαινεν ἡ φωνή.
Greek (Liddell-Scott)
βαμβαίνω: λέξις ὠνοματοπ., κτυπῶ, συγκρούω, κροτῶ τοὺς ὀδόντας, Ἰλ. Κ. 375 · τραυλίζω, Βίων 4. 9, Ἀνθ. · ― οὕτω καὶ βαμβακύζω Ἱππῶν· 10 · ὡσαύτως, βαμβαλίζω ἢ -ύζω Α. Β. 30, Εὐστ. 812. 46, καὶ ἐντεῦθεν διορθωθὲν (ἀντὶ βομβυλιάζω) ἐν Ἀριστ. Προβλ. 27. 11 · ― βαμβάλω εἶναι ἀμφ., Meineke Μόσχ. 3. 7.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
claquer des dents, trembler de frayeur ou de froid.
Étymologie: DELG onomatopée.
English (Autenrieth)
totter with fear, or, as others interpret, stammer, part., Il. 10.375†.
Spanish (DGE)
1 castañetear, temblar ὁ δὲ ... τάρβησέν τε βαμβαίνων ... χλωρὸς ὑπαὶ τοῦ δέους Il.10.375, ἐβάμβαινεν ὑπὸ τοῦ δέους D.Chr.55.14, (βαμβαίνων) ὑπὸ τοῦ ψύχους Eust.Op.310.18, τὸ δὲ βαμβαίνειν, ὅ ἐστι συγκρούειν τοὺς ὀδόντας Eust.812.40, cf. Hsch., Sud., EM 187.26G.
2 de la voz o de los órganos articulatorios temblar, balbucir βαμβαίνει με γλῶσσα Bio Fr.9.9, ἡ φωνή Them.Or.4.56a, χείλεα AP 5.273 (Agath.), τοῖς χείλεσιν Phot.β 55, Sud., EM 187.26G., cf. Procop.Arc.1.4.
3 dudar, vacilar Hsch.ε 56, Sud., EM 187.26G.
• Etimología: Prob. de origen impresivo, como βαβάζειν, βάβαλον, etc.
Greek Monolingual
βαμβαίνω (Α)
1. τρέμω και χτυπούν τα δόντια μου
2. τραυλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ονοματοποιημένη λ., που συνδέεται με τα βαβάζω, βαβαί, βάβακος κ.ά. Η σημασία «κλονίζομαι, τρικλίζω» που αποδόθηκε παλαιότερα στη λ. δεν είναι τόσο εύστοχη, όπως επίσης και η υποστηριχθείσα σχέση της με το βαίνω].
Greek Monotonic
βαμβαίνω: μόνο στον ενεστ., τρίζω τα δόντια μου, σε Ομήρ. Ιλ.· τραυλίζω, ψευδίζω, ψελλίζω, σε Βίωνα (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
βαμβαίνω: 1) стучать зубами, дрожать (βαμβαίνων χλωρὸς ὑπαὶ δείους Hom.);
2) бормотать, лепетать Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: chatter with the teeth, stammer (Κ 375, Bion, AP).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic verb. Cf. βαμβακύζω (Hippon.), βαμβαλύζω (Phryn., H.); γογγύζω a. o.; also βαμβαλεῖν H.; s. Weber RhM 82, 193 n. 2. - Cf. βαβάζειν, βάβαλον. (Not to βαίνω with Schwyzer 647.)