θακέω

From LSJ
Revision as of 13:01, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾱκέω Medium diacritics: θακέω Low diacritics: θακέω Capitals: ΘΑΚΕΩ
Transliteration A: thakéō Transliteration B: thakeō Transliteration C: thakeo Beta Code: qake/w

English (LSJ)

Ion. and Dor. θωκέω, impf.

   A ἐθάκει Cratin.239: Dor. fut. θωκησῶ Epich.99.1:—sit, ἐν θρόνῳ θωκέων Hdt. 2.173; θωκεῖτε Sophr.60; ἀνωτέρω θακῶν . . Ζεύς A.Pr.315; ἥσυχος θακεῖ S.Aj.325<*> κόραι θάκουν (impf.) . . ᾔνουν τε (Herm. θάκους . . ᾔνουν, om. τε) E.Hec.1153: c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, A.Pr.391; of suppliants, S.OT20, Aj.1173; βώμιος θακεῖς E.Heracl.239.

German (Pape)

[Seite 1181] sitzen, nur praes. u. impf. is. θᾶκος, das Vorige u. θωκέω); θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, auf dem Herrscherthrone sitzen, Aesch. Prom. 389; so auch τάχ' ἄν σου καὶ μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν κλύοι Ζεύς, noch viel höher thronend, 313; ἐν μέσοις βοτοῖς θακεῖ Soph. Ai. 318; ἀγοραῖσι O. R. 20; von dem, der sich als Schutzflehender an den Altar setzt, προστρόπαιος, Ai. 1152; vgl. ἐφ' οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Heracl. 240; impf., Hec. 1153.

Greek (Liddell-Scott)

θᾱκέω: Ἰων. καὶ Δωρ. θωκέω, κάθημαι, θωκέων Ἡρόδ. 2. 173· θωκεῖτε Σώφρων 41 Ahr.· ἀνωτέρω θακῶν… Ζεὺς Αἰσχύλ. Πρ. 313· ἥσυχος θακεῖ Σοφ. Αἴ. 325· παρατ., κόραι θάκουν... ᾔνουν τε (κατὰ Herm. θάκους… ᾔνουν, ἄνευ τοῦ τε) Εὐρ. Ἐκ. 1153· μετὰ συστοίχ. αἰτ., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθημένῳ ἐπὶ πανισχύρου θρόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 389· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 20, Αἴ 1173· βώμιος θακεῖς Εὐρ. Ἡρακλ. 239. ― Πρβλ. θαάσσω, θάσσω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 être assis, particul. être assis au pied des autels : θ. παγκρατεῖς ἕδρας ESCHL sur un trône tout-puissant;
2 séjourner, demeurer.
Étymologie: θᾶκος.

Greek Monotonic

θᾱκέω: (θᾶκος), Ιων. και Δωρ. θωκέω, κάθομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.· με σύστ. αντικ. θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας, καθισμένος σε πανίσχυρο θρόνο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ικέτες, σε Σοφ. Ευρ.
• θᾱκέω: το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θακέω: ион. θωκέω
1) сидеть, восседать (ἐν θρόνῳ Her.; παγκρατεῖς ἕδρας, ἀνωτέρω Aesch.): ἥσυχος θακεῖ Soph. он безмолвно сидит;
2) (о просящих защиты, молящихся и т. п.) сидеть на корточках, т. е. припадать к алтарю: τὸ ἄλλο φῦλον ἐξεστεμμένον ἀγοραῖσι θακεῖ Soph. остальное население (Фив), со священными ветвями, молитвенно сидит на площадях; Ζεὺς ἐφ᾽ οὗ σὺ βώμιος θακεῖς Eur. Зевс, к алтарю которого ты припал;
3) сидеть, пребывать, находиться (κατὰ στέγας Soph.).

Middle Liddell

θᾱκέω, θᾶκος
to sit, Hdt., Trag.; c. acc. cogn., θακοῦντι παγκρατεῖς ἕδρας sitting on imperial throne, Aesch.: suppliants, Soph., Eur.