ἀμοιβάς

From LSJ
Revision as of 15:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοιβάς Medium diacritics: ἀμοιβάς Low diacritics: αμοιβάς Capitals: ΑΜΟΙΒΑΣ
Transliteration A: amoibás Transliteration B: amoibas Transliteration C: amoivas Beta Code: a)moiba/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, pecul. fem. of foreg., χλαῖναν . . ἥ οἱ παρεκέσκετ' ἀμοιβάς which lay beside him

   A as change of raiment, Od.14.521; in succession, μάχαιρα Nonn.D.28.135.

German (Pape)

[Seite 127] fem. zum vor., Hom. einmal, Od. 14, 521 χλαῖναν, ἥ οἱπαρεκέσκετ' ἀμοιβάς, Mantelzum Wechseln; v. l. παρεχέσκετ', wobei ἀμοιβάς acc. plur. von ἀμοιβή ist, der Mantel bot ihm Wechsel, er konnte ihn abwechselnd mit seinem anderen tragen, s. Scholl. (Didym.) u. vgl. Apoll. lex. Hom. 28, 20; Od. 8, 249 εἵματα ἐξημοιβά.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοιβάς: -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμ. Θηλ. τοῦ προηγ., χλαῖναν…, ἣ οἱ παρεκέσκετ’ ἀμοιβάς, ἥτις ἔκειτο πλησίον του πρὸς ἀλλαγήν, Ὀδ. Ξ. 521.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
ἀμοιβὰς χλαῖνα OD manteau de rechange.
Étymologie: ἀμοιβή.

English (Autenrieth)

άδος (ἀμείβω): adj., for a change, χλαίνη, Od. 14.521†.

Spanish (DGE)

-άδος

• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de muda, como muda χλαῖναν ... ἥ οἱ παρεκέσκετ' ἀμοιβάς Od.14.521.
2 que cambia, cambiante αὔρη Nonn.D.33.339.
II que responde ἀμοιβάδι φωνῇ Nonn.Par.Eu.Io.1.20, 18.25, ἀμοιβάδι ... ἰωῇ Nonn.Par.Eu.Io.21.16
en respuesta, a su vez ἀμοιβάδι τύψε μαχαίρῃ le golpeó a su vez con un cuchillo Nonn.D.28.135.

Greek Monolingual

ἀμοιβάς, η (Α) ἀμοιβή
αυτή που χρησιμεύει για αλλαγή, η εναλλασσόμενη με κάποια άλλη
«ἀμοιβὰς χλαῖνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή
ιδιόρρυθμος τ. θηλ. του ἀμοιβαῖος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοιβάδιος, ἀμοιβάζω, ἀμοιβαδίζω
μσν.
ἀμοιβαδής].

Greek Monotonic

ἀμοιβάς: -άδος, θηλ. του προηγ., για την αλλαγή της αμφίεσης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοιβάς: άδος adj. f сменная, запасная (χλαῖνα Hom.).

Middle Liddell

[fem. of ἀμοιβαῖος
for a change of raiment, Od.