ἀψόφητος
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, (ψοφέω)
A noiseless, c. gen., ἀ. κωκυμάτων without sound of... S.Aj.321.
German (Pape)
[Seite 421] geräuschlos, still, ὀξέων κωκυμάτων, ohne lauter Wehklagen Geräusch, Soph. Ai. 314.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψόφητος: -ον, (ψοφέω) ἀθόρυβος· μετὰ γεν., ἀψ. κωκυμάτων, ἄνευ θορύβου κωκυμάτων, Σοφ. Αἴ. 321. πρβλ. ἄπεπλος, ἄσκευος, ἄχαλκος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans bruit.
Étymologie: ἀ, ψοφέω.
Spanish (DGE)
-ον
silencioso ἐμὲ δ' ἀψόφητον εἴη βιοτὰν ἄσημον ἕλκειν Synes.Hymn.9.29, cf. Hsch.
•c. gen. ὁ δὲ ... ἀ. ὀξέων κωκυμάτων ὑπεστέναζε S.Ai.321.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀψόφητος, -ον)
νεοελλ.
1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη
2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα»)
αρχ.
αθόρυβος, ήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» — το νεοελλ. αψόφητος < α- στερ. + ψοφώ «πεθαίνω»].
Greek Monotonic
ἀψόφητος: -ον (ψοφέω), αθόρυβος· με γεν., ἀψόφητος κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψόφητος: бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей.
Middle Liddell
ψοφέω
noiseless; c. gen., ἀψ. κωκυμάτων without sound of wailings, Soph.