ζά

From LSJ
Revision as of 22:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζά Medium diacritics: ζά Low diacritics: ζα Capitals: ΖΑ
Transliteration A: Transliteration B: za Transliteration C: za Beta Code: za/

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. for διά, rarely as Prep.,

   A ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theoc.29.6, cf. IG12(2).484.3 (Mytil.); ζὰ νυκτός ap.Jo.Gramm.Comp.3.3; ζὰ χῶρις ἔχην Sapph.Oxy.1787 Fr.3ii 18; ζαβάλλω, ζάημι, etc.    2 as Prefix (cf. διά), very, in Ep. Adjs., ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, etc.; cf. ζαμενέω, ζάπλουτος, ζάφελος.

Greek (Liddell-Scott)

ζά: ᾰ, Αἰολ. ἀντὶ διά, ἀλλὰ σπανίως ἐν χρήσει ὡς πρόθ., ζὰ τὰ σὰν ἰδέαν Θεόκρ. 29. 6, Meineke· ζὰ νυκτός, παρ’ Ἰω. Γραμμ. π. Διαλ. σ. 384· οὕτω καὶ ἐν τοῖς Αἰολ. συνθέτοις ζαβάλτω, ζάβατος, ζάδηλος, ζαελαξάμην, ζάημι, ζανεκῶς, ζύγρα (ἴδε τὰς λέξ.)· οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. Λατίνοις, zabolus ἀντὶ diabolus, zeta = δίαιτα. ΙΙ. ζα- ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, = δα-, ὡς τὰ ἀρι-, ἐρι-, ἀγα-, πολύ· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ ἐν τοῖς ἐπιθέτοις ζαής, ζάθεος, ζάκοτος, ζαμενής, ζατρεφής, ζαφλεγής καὶ ζαχρηής, ἴσως ὡσαύτως ἐν τῷ ἐπιζάφελος. Ὁ Ἡσ. ὡσαύτως ἐν τῷ παραγώγῳ ῥήματι ζαμενέω· παρ’ Ἡροδ. ἐν τῷ ἐπιθέτῳ ζάμπλουτος.

French (Bailly abrégé)

éol. c. διά.

Greek Monotonic

ζά: [ᾰ],
I. Αιολ. αντί διά· ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν, σε Θεόκρ. II.ζα-, αχώριστο πρόθεμα = δα-, ἀρι-, ἐρι-, πολύ, αρκετά, όπως στα ζά-θεος, ζά-κοτος, ζα-μενής κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ζά: I (ᾰ) эол. = διά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζά Aeol. voor διά.

Middle Liddell

[aeolic for διά]
ζὰ τὰν σὰν ἰδέαν Theocr.