θρηνῳδία
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ,
A lamentation, ib.604d, Plu.2.657a.
German (Pape)
[Seite 1218] ἡ, Klagelied, Plat. Rep. X, 604 d.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνῳδία: ἡ, θρῆνος μετ’ ᾠδῆς, Πλάτ. Πολ. 604D, Πλούτ. 2. 657Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant plaintif.
Étymologie: θρηνῳδός.
Greek Monolingual
η (Α θρηνῳδία) θρηνωδός
πένθιμο άσμα, μοιρολόγι, θρηνολογία.
Greek Monotonic
θρηνῳδία: ἡ, θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
θρηνῳδία: ἡ скорбная песнь Plat., Plut.
Middle Liddell
θρηνῳδία, ἡ,
lamentation, Plat. [from θρηνῳδός