καταλογάδην

From LSJ
Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογάδην Medium diacritics: καταλογάδην Low diacritics: καταλογάδην Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΑΔΗΝ
Transliteration A: katalogádēn Transliteration B: katalogadēn Transliteration C: katalogadin Beta Code: kataloga/dhn

English (LSJ)

Adv.

   A by way of conversation, in prose, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι, Pl.Smp.177b, Ly.204d; τὰ κ. συγγράμματα, opp. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα, Isoc.2.7; οἱ κ. ἴαμβοι Ath.10.445b, cf. Ph.1.694, Plu.2.316d, IG7.418 (Oropus), Jul.Or.1.3a.    2 in detail, longwindedly, Steph.in Hp.2.238D.

German (Pape)

[Seite 1361] gesprächsweis, prosaisch; ἐπαίνους κατ. συγγράφειν Plat. Conv. 177 b; τὰ κατ. γράμματα, im Ggstz von μετὰ μέτρου, Isocr. 2, 7, von τὰ ποιήματα, Plat. Lys. 204 d; τὰ κατ., im Ggstz von ἔμμετρα, Ath. XIV, 635 f; οἱ κ. ἴαμβοι X, 445 b; αἱ κατ. λέγουσαι – αἱ ποιήμασι χρώμεναι Plut. de Pyth. or. 7, neben δίχα μέτρου fort. Rom. 1, neben ἄνευ μέτρου Pyth. or. 19.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογάδην: Ἐπίρρ., ὡς ὁμιλεῖ ἢ διαλέγεταί τις ἐν πεζῷ λόγῳ, κ. συγγράφειν, διηγεῖσθαι Πλάτ. Συμπ. 177Β, Λυσ. 204D· τὰ κ. γράμματα, ἐναντίον τοῦ τὰ μετὰ μέτρου, Ἰσοκρ. 2. 7· οἱ κ. ἴαμβοι Ἀθήν. 445Β· «ἃ μὲν καταλ. ἅ δ’ ἐν μέτρῳ» Σουΐδ.· τὰ ἔπη τῶν κ. εὐμνημονευτότερα Σχολ. Πλάτ.· ἐν τοῖς δίχα μέτρου καὶ κ. Πλουτ. Ἠθ. 316· τὰ κ. ἐναντ. πρὸς τὰ ἔμμετρα Ἀθήν. 635.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans le langage de la conversation, en prose.
Étymologie: καταλέγω, -δην.

Greek Monolingual

(AM καταλογάδην)
επίρρ. (για ομιλία, απαγγελία ή γράψιμο) όπως μιλάει ή όπως συζητάει κανείς, σε αντιδιαστολή προς τους όρους «έμμέτρως» ή «μετά μέτρου» ή «με μέτρο».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λογ-άδ-ην (< λογάς < λέγω)].

Greek Monotonic

καταλογάδην: [ᾰ], επίρρ. (καταλέγω), κατά την πορεία της συζήτησης, στον πεζό λόγο, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-λογάδην, adv., in proza:; ἐπαίνους καταλογάδην συγγράφειν lofredes in proza schrijven Plat. Smp. 177b; subst. οἱ καταλόγαδην proza auteurs.

Russian (Dvoretsky)

καταλογάδην: (γᾰ) adv. в форме разговора, разговорным языком, т. е. в прозе, прозой (ἐπαίνους συγγράφειν Plat.; γράφειν Plut.): τὰ κ. γράμματα Isocr. и γεγραμμένα Plut. произведения в прозе.

Middle Liddell

καταλέγω
by way of conversation, in prose, Plat.