σκηνογραφία

From LSJ
Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνογρᾰφία Medium diacritics: σκηνογραφία Low diacritics: σκηνογραφία Capitals: ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: skēnographía Transliteration B: skēnographia Transliteration C: skinografia Beta Code: skhnografi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A scene-painting, Arist.Po.1449a18 (who ascribes its introduction to Sophocles): pl., Plb.12.28A.1.    2 metaph., illusion, τραγῳδία καὶ σ. Plu.Arat.15, S.E.M.7.88.

German (Pape)

[Seite 895] ἡ, die Kunst, die Bühne auszumalen, Theatermalerei, perspectivische Malerei der hinteren Vorhänge u. der landschaftlichen od. architectonischen Seitenverzierungen, vgl. S. Emp. adv. log. 1, 88; übertr., erdichtete, tragödienartige Erzählung, πάντα τὰ ἐκεῖ πράγματα τραγῳδίαν ὄντα καὶ σκηνογραφίαν, Plut. Arat. 15.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνογραφία: τὸ ζωγραφεῖν τὴν σκηνήν, σκηνικὴ ζωγραφία, Ἀριστ. Ποιητ. 4, 16 (ὅστις ἀποδίδει τὴν ἀρχὴν αὐτῆς εἰς τὸν Σοφοκλέα). 2) μεταφορ., ἀπάτη, σκ. καὶ τραγῳδία· Πλουτ. Ἄραρ. 15, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 88.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 récit ou description dramatique;
2 décor de peinture pour le théâtre.
Étymologie: σκηνογράφος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
1. η συνολική αισθητική σύνθεση μιας παράστασης, αποτέλεσμα της αξιοποίησης διαφόρων σκηνικών μέσων, όπως είναι τα ζωγραφισμένα σκηνικά, ο φωτισμός, τα κοστούμια, ο ήχος, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός της σκηνής και ο τεχνικός εξοπλισμός, αλλ. σκηνικός διάκοσμος
2. η τέχνη της δημιουργίας σκηνικού διακόσμου
αρχ.
απατηλή εντύπωση, οφθαλμαπάτη, ψευδαίσθηση («τὰ ἐκεῑ πράγματα τραγωδίαν ὄντα καὶ σκηνογραφίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γραφία].

Greek Monotonic

σκηνογρᾰφία: ἡ, διακόσμηση της θεατρικής σκηνής με ζωγραφιές, σκηνική ζωγραφιά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

σκηνογρᾰφία:
1) театральная живопись, декоративное искусство Arst.;
2) сценический вымысел (τραγῳδία καὶ σ. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνογρᾰφία -ας, ἡ [σκηνή, γράφω] schilderen van decors; overdr. illusie. Plut. Arat. 15.3.

Middle Liddell

σκηνογρᾰφία, ἡ, [from σκηνογρά˘φος]
scene-painting, Arist.