χελιδόνισμα
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
German (Pape)
[Seite 1348] τό, das Schwalbenlied, ein altes Volkslied auf die Rückkehr der Schwalben, das die rhodischen Knaben im Monat Boedromion herumziehend vor den Thüren sangen, indem sie dabei bettelten, Ath. VIII, 360 a, verbessert von Ilgen opusc. phil. I p. 165; doch steht das Wort χελιδόνισμα nicht bei Ath.
Greek (Liddell-Scott)
χελῑδόνισμα: τό, ᾆσμα τῆς χελιδόνος, ἀρχαῖον δημῶδες ᾆσμα, ὅπερ τὰ παιδία ἐν Ρόδῳ ᾖδον περιερχόμενα τὴν πόλιν κατὰ τὴν ἄφιξιν τῶν χελιδόνων ἐν μηνὶ Βοηδρομιῶνι, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1410 κἑξ. ᾎσμα τι ἐκ τῶν τοιούτων διετηρήθη μέχρις ἡμῶν ὑπὸ τοῦ Ἀθηναίου 360C, διορθωθὲν ὑπὸ τοῦ Ilgen. Opusc. Ρ…l 1. σ. 165, Bergk Lyr. σ. 882 κἑξ.· - «χελιδονίζειν δὲ λέγεται διὰ τὸ εἰωθὸς ἐπιφωνεῖσθαι: ἦλθ’, ἦλθε χελιδών, καλὰς ὥρας ἄγουσα, καλοὺς ἐνιαυτούς, ἐπὶ γαστέρα λευκά, κἀπὶ νῶτα μέλαινα», κτλ. Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ. Τοιοῦτον ᾆσμα ἔτι καὶ νῦν εἶναι σύνηθες ἐν ταῖς Ἑλληνικαῖς χώραις, ἴδε Fauriel Chants de la Grèce, 1. σ. xxviii· πρβ. κορωνίζω. - Οἱ ᾄδοντες τὸ ᾆσμα τοῦτο ἐκαλοῦντο χελιδονισταί, Ἀθήναιος ἔνθ’ ἀνωτ., Ἡσύχ.· ἡ πρᾶξις χελιδονίζειν, Θέογν. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἡ ἑορτὴ τὰ Χελιδόνια, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. 1914. 44 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
« chanson de l’hirondelle », titre d’une chanson populaire rhodienne que les enfants chantaient en quêtant de porte en porte.
Étymologie: χελιδονίζω.
Greek Monolingual
το, Ν χελιδονίζω
παλαιότατο χαρακτηριστικό έθιμο της 1ης Μαρτίου, κατά το οποίο το πρωί της ημέρας αυτής παιδιά επισκέπτονται τα σπίτια κατά ομάδες κρατώντας ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδονιού, στολισμένο με άνθη και χλωρά κλαδιά, και τραγουδούν τον ερχομό της άνοιξης και την επιστροφή τών χελιδονιών, έθιμο που είναι συνέχεια του γνωστού με την ονομασία χελιδονισμός αρχαίου εθίμου.
Greek Monotonic
χελῑδόνισμα: -ατος, τό, τραγούδι του χελιδονιού, παλιό τραγούδι που το τραγουδούσαν κατά την επιστροφή των χελιδονιών, πρβλ. Αριστοφ. Όρν. 1410 κ.ε.
Middle Liddell
χελῑδόνισμα, ατος, τό,
the swallow-song, an old song sung at the return of the swallows, cf. Ar. Av. 1410 sq.