Φώκαια
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
ἡ,
A Phocaea, h.Ap.35, Hdt.1.80, etc.:—Φωκαῆθεν, Adv. from Ph., Luc.Lex.7:—hence Φωκαιεύς, Att. Φωκᾱεύς, ὁ, Phocaean, Hdt.1.163, Th.1.13, etc.; also Φωκαϊκός, ή, όν, ὀβολός IG11(2).161B21 (Delos, iii B. C.); στατῆρε ib.22.1388A42; στατῆρες Φωκαεῖς, v. στατήρ:—fem. Φωκαΐς, ΐδος, Ael.VH12.1, St.Byz. s.v. Φώκαια; Φωκαΐδες ἕκται χρυσίου, of coins, IG12.310.105, cf. 22.1382.18; Φωκαΐς alone, IG11(2).161A4, al. (Delos, iii B. C.): Dim. φωκαιίδιον, τό, Inscr.Délos 1429 Bi68 (ii B. C.); φωκαΐδιον, ib. 1432 Abii 41 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
Φώκαια: ἡ πόλις ἐν Ἰωνίᾳ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 35. Ἡρόδ. 1. 80, κτλ.· ― ἐντεῦθεν Φωκαιεύς, Ἀττ. Φωκᾱεύς, ὁ, ὁ κάτοικος, Ἡρόδ. 1. 163, Θουκ. 1. 13, κλπ.· στατῆρες Φωκαεῖς, ἢ Φωκαῗται, ἴδε ἐν λ. στατήρ· ― θηλ. Φωκαιίς, ίδος, γυνὴ ἐκ Φωκαίας, Στέφ. Βυζ.· ― Φωκαῆθεν, Ἐπίρρ., ἐκ Φωκαίας, Λουκ. Λεξιφ. 7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Phocée, ville sur la côte d’Ionie.
Étymologie: DELG φώκη.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
αρχ.
παράλια πόλη της Μυσίας της Ιάδος, της μετέπειτα Λυδίας, στην είσοδο του Ερμαίου Κόλπου, η οποία ιδρύθηκε τον 9ο π.Χ. αιώνα από τους Αθηναίους και από τους αποίκους που κατάγονταν από τη Φωκίδα, για να εξελιχθεί αργότερα σε ιωνική και αιολική πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φώκη + κατάλ. -αια, θηλ. του -αιος. Η πόλη της Ιωνίας ονομάστηκε έτσι πιθ. επειδή στην περιοχή υπήρχαν πολλές φώκιες οι οποίες λέγεται ότι είχαν ακολουθήσει τους αποίκους ιδρυτές της].
Greek Monotonic
Φώκαια: ἡ, πόλη στην Ιωνία, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
Φώκαια: ион. Φωκαίη ἡ Фокея (город на побережье Ионии) HH, Her., Thuc., Xen.