κοσμιότης

From LSJ
Revision as of 03:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμιότης Medium diacritics: κοσμιότης Low diacritics: κοσμιότης Capitals: ΚΟΣΜΙΟΤΗΣ
Transliteration A: kosmiótēs Transliteration B: kosmiotēs Transliteration C: kosmiotis Beta Code: kosmio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A propriety, decorum, Ar.Pl.564, Pl.Plt.307 b, Zeno Stoic.1.58, etc.; κ. καὶ σωφροσύνη Pl.Grg.508 a; opp. ἀκολασία, Arist.EN1109a16: pl., τὰς αἰσχύνας καὶ κ. Phld.Mus.p.44 K.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμιότης: -ητος, ἡ, τάξις, εὐταξία, εὐπρέπεια, φρόνιμος διαγωγή, Ἀριστοφ. Πλ. 564, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α, κτλ.· κ. καὶ σωφροσύνη ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 508Α· ἀντίθετ. τῷ ἀκολασία, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 8· ἴδε ἐν λεξ. κομψότης.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
bon ordre ; modération d’esprit ou de caractère, convenance, décence.
Étymologie: κόσμιος.

Greek Monotonic

κοσμιότης: -ητος, ἡ, κοσμιότητα, ευπρέπεια, ευταξία, πρέπουσα συμπεριφορά, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κοσμιότης: ητος ἡ скромность, (добро)порядочность, честность (κ. καὶ σωφροσύνη Plat., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμιότης -ητος, ἡ [κόσμιος] fatsoenlijk gedrag, fatsoen:. κοσμιότης οἰκεῖ μετ ’ ἐμοῦ fatsoen leeft bij mij Aristoph. Pl. 564.

Middle Liddell

κοσμιότης, ητος, [from κόσμιος
propriety, decorum, orderly behaviour, Ar., Plat.