κυανώπης

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνώπης Medium diacritics: κυανώπης Low diacritics: κυανώπης Capitals: ΚΥΑΝΩΠΗΣ
Transliteration A: kyanṓpēs Transliteration B: kyanōpēs Transliteration C: kyanopis Beta Code: kuanw/phs

English (LSJ)

ες,

   A dark-eyed, [ἵπποι] Opp.C.1.307:—fem. κῠᾰν-ῶπις, ιδος, Ἀμφιτρίτη Od.12.60, cf. Hes.Sc.356; Νύμφαι Anacr.2.2; Μοῦσα IG 14.1942; νᾶες κυανώπιδες B.12.160, cf. A.Pers.559 (lyr.), Supp.743 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1522] ες, dunkel-, schwarzäugig; ἵπποι Opp. Cyn. 1, 307.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνώπης: -ου, ὁ, ἔχων μέλανα ὄματα, Ὀππ. Κυν. 1. 307· ― θηλ. -ῶπις, ιδος, ἐπίθετον τῆς Ἀμφιτρίτης, Ὀδ. Μ. 60, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 356· ὡσαύτως νῆες κυανώπιδες Αἰσχύλ. Πέρσ. 559, Ἱκέτ. 743· πρβλ. κυανόπρῳρος.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aux yeux sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, ὤψ.

Greek Monolingual

κυανώπης, ο, θηλ. κυανῶπις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έχει μαύρα μάτια (α. «ἵππους κυανώπεας», Οππ.
β. «κυανώπιδες Νύμφαι», Ανακρ.)
2. (για πλοίο) κυανόπρωρος («ὁμόπτεροι κυανώπιδες νᾱες μὲν ἄγαγον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυανός + -ώπης (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. ερι-ώπης, κυν-ώπης].

Greek Monotonic

κυᾰνώπης: -ου, ὁ (ὤψ), με μαύρα μάτια, θηλ. -ῶπις, -ιδος, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, αυτός που έχει σκοτεινή όψη, νῆες κυανώπιδες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κυᾰν-ώπης, ου, [ὤψ]
dark-eyed, fem.