μαγειρεύω

From LSJ
Revision as of 03:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγειρεύω Medium diacritics: μαγειρεύω Low diacritics: μαγειρεύω Capitals: ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ
Transliteration A: mageireúō Transliteration B: mageireuō Transliteration C: mageireyo Beta Code: mageireu/w

English (LSJ)

   A to be a cook, cook meat, Thphr.Char.6.5, Plu.2.704a, Porph.Abst.3.18: c. acc., μ. τὰ ἱερεῖα Ath.4.173d, cf. Chor. in Reu.Phil.1.232:—Pass., τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια Sch.Ar.Pl.1207.    2 to be a butcher, Babr.122.16.    3 metaph., butcher, massacre, LXX La.2.21.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγειρεύω: ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μαγειρεύω», Θεοφρ. Χαρακτ. 6, Πλούτ. 2. 704Α· μετ’ αἰτ., μ. τὰ ἱερεῖα Ἀθήν. 179D· - Παθ., τὰ μαγειρευόμενα ὄσπρια Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1207. 2) κρεουργῶ, κόπτω τὰ κρέατα ὡς κρεοπώλης, Βαβρ. 122. 16.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐμαγείρευσα;
être cuisinier.
Étymologie: μάγειρος.

Greek Monolingual

και μαγερεύω και μαγερεύγω (AM μαγειρεύω, Μ και μαγερεύγω και μαγερεύω) μάγειρος
παρασκευάζω φαγητό, ασχολούμαι με το μαγείρεμα (α. «μαγειρεύω σχεδόν κάθε μέρα» β. «παρόσον τὰ ἱερὰ περιτέμνοντες δῆλον ὡς ἐμαγείρευον αὐτὰ καὶ ἐκαρύκευον», Αθήν.)
νεοελλ.
παροιμ. α) «ὁ,τι μαγειρεύεις τρως» — η αμοιβή σου θα είναι ανάλογη με την εργασία σου ή ό,τι είδους ενέργειες κάνεις, ανάλογα αποτελέσματα θα έχεις
β) «δεν μαγερεύουν όλες οι γωνιές που καπνίζουν» — τα φαινόμενα απατούν
γ) «οπού μαγερεύει ψέματα η κοιλιά του το ξέρει» — τίποτε δεν αποκτά κάποιος μόνο με κενά λόγια και χωρίς έργα
νεοελλ.-μσν.
μτφ. δολοπλοκώ, δολιεύομαι κάποιο αποτέλεσμα που επιθυμώ, μηχανορραφώ
αρχ.
1. κόβω κρέας σε μερίδες
2. κρεουργώ, σφάζω, σφαγιάζω.

Greek Monotonic

μᾰγειρεύω: μέλ. -σω,
I. είμαι μάγειρας, μαγειρεύω κρέας, σε Θεοφρ.
II. είμαι χασάπης, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

μᾰγειρεύω:
1) быть поваром, стряпать Plut.;
2) быть мясником Babr.

Middle Liddell

μᾰγειρεύω,
I. to be a cook, to cook meat, Theophr.
II. to be a butcher, Babr.