ξενηλασία

From LSJ
Revision as of 04:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενηλᾰσία Medium diacritics: ξενηλασία Low diacritics: ξενηλασία Capitals: ΞΕΝΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: xenēlasía Transliteration B: xenēlasia Transliteration C: ksenilasia Beta Code: cenhlasi/a

English (LSJ)

ἡ, at Sparta,

   A expulsion of foreigners, X.Lac.14.4 : mostly in pl., Th.1.144, 2.39, Pl. Prt.342c, Lg.950b, Arist.Pol.1272b17.

German (Pape)

[Seite 276] ἡ, Vertreibung der Fremden; ξενηλασίας ποιεῖν τινος, Thuc. 1, 144; οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θέαματος, 2, 39; ξενηλασίας ποιούμενοι τῶν λακωνιζόντων, Plat. Prot. 342 c; vgl. Legg. XII, 950 b; Folgde; auch ξενηλασίαν τεχνῶν ἐποιεῖτο, Plut. Lycurg. 9. S. Müller Dor. 3, 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ξενηλᾰσία: ἡ, ἐν Σπάρτῃ, ἐκδίωξις τῶν ξένων ἐκ τῆς χώρας, Θουκ. 1. 144., 2. 39, Ξεν. Λακ. 14, 4, Πλάτ. Πρωτ. 342C, Νόμ. 950Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 10, 15· πρβλ. Müller Dor. 3. 1. § 2, Arnold εἰς Θουκ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bannissement des étrangers.
Étymologie: ξενηλατέω.

Greek Monolingual

η (Α ξενηλασία) ξενηλατώ
η απέλαση τών ανεπιθύμητων ξένων από μία χώρα ή η απαγόρευση εισόδου σε αυτήν, θεσμός που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στη Σπάρτη προς τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, κατά τον Β' Μεσσηνιακό πόλεμο (α. «τήν τε γὰρ πὸλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἤ μαθήματος ἤ θεάματος», Θουκ.
β. «πρὸς δὲ τούτοις καὶ ἁπάντων τῶν περισσῶν ξενηλασίαν ἐποιήσατο
διὸ οὔτε ἔμπορος, οὔτε σοφιστής... εἰσήει εἰς τὴν Σπάρτην», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ξενηλᾰσία: ἡ, (στη Σπάρτη), εκδίωξη, απέλαση ξένων από τη χώρα, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ξενηλᾰσία: ἡ преимущ. pl.
1) изгнание чужеземцев Plut.: ξενηλασίας ποιεῖν τινων Plat. изгонять кого-л. из страны (как чужеземцев); ξενηλασίαις ἀπείργειν τινά τινος Thuc. в порядке изгнания из страны лишать кого-л. чего-л.;
2) изгнание из страны, выселение (τεχνῶν Plut.).

Middle Liddell

ξενηλᾰσία, ἡ,
at Sparta, expulsion of foreigners, an alien act, Thuc., Plat., etc. [from ξενηλᾰτέω]