περιπείρω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A put on a spit, π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27 : metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10 :—Pass., to be spitted or pierced, ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80 ; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.NA7.48; ὀβελοῖς Luc.Gall. 2 : metaph., to become entangled, δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672 ; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11. II run into, τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10.
German (Pape)
[Seite 586] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.
Greek (Liddell-Scott)
περιπείρω: πείρω περί τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. ἐμπίπτω, ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.
French (Bailly abrégé)
f. περιπερῶ, ao.2 Pass. περιεπάρην, etc.
percer de part en part, transpercer : τῷ ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l’hameçon.
Étymologie: περί, πείρω.
English (Strong)
from περί and the base of πέραν; to penetrate entirely, i.e. transfix (figuratively): pierce through.
English (Thayer)
1st aorist περιεπειρα; to pierce through (see περί, III:3): τινα ξιφεσι, δόρατι, etc., Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, others; metaphorically, ἑαυτόν ... ὀδύναις, to torture one's soul with sorrows, ἀνηκέστοις κακοῖς, Philo in Flacc. § 1).
Greek Monolingual
ΜΑ
διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.)
αρχ.
1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ)
3. (μέσ. και παθ.) περιπείρομαι
α) εμβάλλομαι, χώνομαι («ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῑς ἰχθύσι», Αιλ.)
β) μτφ. εμπλέκομαι, μπερδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»].
Greek Monotonic
περιπείρω: τρυπώ στη σούβλα· μεταφ., διαπερνώ, ἑαυτοὺς περιπείρω ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
περιπείρω:
1) насквозь прокалывать, пронзать (τῷ ἀγκίστρῳ Plut.; ὀβελοῖς Luc.);
2) втыкать, насаживать (τὴν κεφαλὴν περὶ λόγχην Plut.): ἑαυτὸν π. ὀδύναις NT подвергнуть себя страданиям.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πείρω doorboren:; κρέα... περιπεπαρμένα ὀβελοῖς stukken vlees die aan het braadspit waren geregen Luc. 22.2; overdr.. ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς zij hebben zichzelf gekweld met vele pijnen NT 1 Tim. 6.10.
Middle Liddell
to pierce as with a spit: metaph. to pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις NTest.