βλέννα
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
ἡ,
A = μύξα, mucous discharge, Hp.Mul.1.58 (pl.); of the humour 'phlegm', Prodic.4, etc.
German (Pape)
[Seite 448] (falsch βλένα), ἡ, Schleim, Rotz, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βλέννα: ἡ, = μύξα, μυκώδης παχεῖα ὕλη ἐκ τῆς ῥινὸς καταβαίνουσα, Ἱππ. 611. 5.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): βλένα Hsch.
mucosidad, flema βλένναι ἴασιν ἐκ τῶν ὑστερέων Hp.Mul.1.58, cf. Nat.Hom.23, Prodic.B 4, Gal.7.447, Hsch., Phot.β 158, cf. πλένναι, πλεννεραί.
• Etimología: Quizá de *μλεδ-σ-νος y rel. c. ai. ū́rṇa-mradas ‘suave como la lana’, mr̥dnati, etc., aunque la geminada puede ser expresiva.
Greek Monolingual
η (AM βλέννα)
το έκκριμα της μύτης, μύξα
νεοελλ.
γλοιώδης και ημιδιαφανής έκκριση των βλεννογόνων αδένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα δύο -ν- των λέξεων βλέννα και βλέννος οφείλονται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό, εκτός άν ο τ. βλέννος θεωρηθεί ότι προήλθε από μλεδ- σ- νος και συνδεθεί με αρχ. ινδ. ūrna- mradas- «απαλός σαν μαλλί», ενεστ. mrdnati, mardati «μαλακώνω, απαλύνω», mrtsnā «άργιλλος»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: mucous discharge, μύξα (Hp.).
Other forms: βλέννος n. (Arist.). πλένναι μύξαι H.; βλένα μύξα. οἱ δε δία τοῦ π πλένα καὶ πλέννα τὰ ἀσθενῆ καὶ δυσκίνητα H.; πλεννεραί = μυξώδεις (Hp. ap. Gal. 19, 131). (πληνώδης ἁσθενης H. perh. to be read πλεν(ν)-, Fur. 144).
Derivatives: βλεννώδης slimy, mucous (Hp.). Also βλεν(ν)ός id., idiot (Epich.); with regularly withdrawn accent βλέννος m. a fish (Sophr., H. as explanation of σιαλίς), s. Strömberg 29, Grilli Studi itfilcla. 33 (1961)201f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The gemination can be expressive (Meillet BSL 26, 15f.). βλέννος can go back on *μλεδ-σ-νος (Schwyzer 322, Lejeune Traité de phon. 105; diff. Specht KZ 62, 213f.) connecting Skt. ū́rṇa-mradas- soft as wool (= Gr. *-βλεδής), pres. mr̥dnāti, mardati, also (vi)-mradati (< *-mled-eti) soften (to mr̥dú- soft). Cf. further MIr. blind slime from the mouth of a dead man, Pok. 718. DELG: "pour le sens ces rapprochements ne s'imosent pas". Frisk: "Der sehr beschränkte Wert dieser Kombinationen liegt indessen auf der Hand." - As Fur. 144 points out, the variations π\/β, νν\/ν prove a Pre-Gr. word. If the -α is short, π\/βλενα cannot be IE\/Gr, whereas this ending is frequent in Pre-Greek. - The words still exists in Mod. Greek.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλέννα -ης, ἡ slijm, snot.