тяжелый
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
Russian > Greek
ὑπέροπλος, ἄγριος, βαρύποτμος, λυγρός, πολυκηδής, ἐργώδης, ὄβριμος, ἀλγινόεις, βαρυαχής, σάρκινος, δύσκολος, ἀμέγαρτος, ἄχαρις, ἀδευκής, ἀγέλαστος, δείλαιος, πικρός, ὀξύς, προσάντης, καρτερός, ζοφερός, θερμός, χαλεπός, δυστράπελος, ἀργαλέος, δυσχερής, ἔμμοχθος, ἐπίπονος, λυπρός, βαρυπεσής, βαρύσταθμος, βαρύμοχθος, δύσζωος, δύσπονος, μέρμερος, δυσπετής, καματηρός, φορτικός, ἐμβριθής, δύσφορος, ἐπαχθής, βαρύς, βριθύς, κοπώδης, πραγματώδης, τραχύς, τρηχύς